<<Τρείς αδελφοί, συνεφώνησαν να θερίσουν εξήντα στρέμματα χωράφι. Την πρώτη ημέρα, όμως, που έπιασαν δουλειά αρρώστησε ο ένας από τους τρείς και αναγκάσθηκε να γυρίση πίσω εις την Σκήτη.
Οι άλλοι δύο που έμειναν, είπαν μεταξύ τους:
«Δεν κάνομε μιά μικρή προσπάθεια να θερίσωμε και εκείνο που αναλογεί εις τον αδελφό μας; Με την ευχή του θα το κατορθώσωμε».
Το είπαν και το έκαναν!
Όταν ετέλειωσε ο θερισμός, εκάλεσαν τον αδελφό να πάρη τον μισθό του.
«Ποιό μισθό; Αφού δεν κατάφερα να θερίσω το κομμάτι μου…», έλεγε εκείνος.
«Με την ευχή σου αδελφέ, έγινε όπως πρέπει η εργασία! Έλα λοιπόν να πληρωθής», του απαντούσαν οι αδελφοί.
Επειδή εκείνος δεν εδέχετο, να πάρη μισθό και οι άλλοι επέμεναν να του τον δώσουν, διά να μη φιλονικούν, επήγαν σ’ ένα γείτονά τους Γέροντα να τους λύση την διαφορά.
«Αββά», άρχισε πρώτος ο αδελφός που είχε αρρωστήσει, «επήγαμε οι τρείς μας να θερίσωμε, εγώ όμως, προτού πιάσω το δρεπάνι στο χέρι, αρρώστησα και έφυγα. Οι αδελφοί εδώ με αναγκάζουν τώρα να πάρω μισθό, που δεν εργάσθηκα... Το ευρίσκεις δίκαιο αυτό;».
«Αββά», επενέβησαν οι άλλοι, «και οι τρεις μαζί αναλάβαμε εξήντα στρέμματα χωράφι. Αν θερίζαμε όλοι, ήταν απίθανο να ετελειώναμε στην ωρισμένη προθεσμία. Όμως, με την ευχή του αδελφού μας, οι δυό μας τα εφέραμε εις πέρας πολύ πιό γρήγορα! Δεν είναι λοιπόν δίκαιο να πάρη τον μισθό του;;;»!!!
Ο Γέροντας εθαύμασε την αγάπη των αδελφών εκείνων!
Επήρε ευθύς το σήμαντρο και έκρουσε, διά να μαζευθούν όλοι οι Μοναχοί της Σκήτεως σε σύναξι.
«Ελάτε πατέρες και αδελφοί, να κάνωμε σήμερα μιά δίκη», τους είπε, όταν συγκεντρώθηκαν όλοι, και διηγήθηκε την υπόθεσι.
Το αποτέλεσμα ήτο να αναγκάσουν τον αδελφό να πάρη τον μισθό του!
Εκείνος όμως, τον επήρε κλαίγοντας και λέγοντας διαρκώς, πώς την ημέρα εκείνη, οι αδελφοί του, τον είχαν αδικήσει!!!>>!!!
Γεροντικόν