Στον Μητροπολιτικό Ναό του Ιασίου, διακονούσαν πάντοτε δοκιμασμένοι κληρικοί, που προέρχονταν από διάφορα Μοναστήρια ολόκληρης της Μολδαβίας. Ανάμεσα σ’ αυτούς, ο σπουδαιότερος εξ απόψεως πνευματικής ζωής και καλών έργων (παραμένει αξεπέραστος μέχρι σήμερα), ήταν ο αρχιδιάκονος Βαρλαάμ, αυθεντικό κόσμημα του Ρουμάνικου Μοναχισμού.
Ο Βαρλαάμ Αργκιρέσκου, καταγόταν από το Χάνγκον, του διαμερίσματος του Νεάμτς. Εισήλθε στην αδελφότητα της Mονής του Νεάμτς, σε ηλικία δεκαπέντε ετών. Χάρις στην αγιότητα του βίου του και την ωραία του φωνή, χειροτονήθηκε διάκονος στα 1898. Η ψαλμωδία ήταν το διακόνημα που του είχαν αναθέσει.
Περνούσε όλη την ημέρα στην Εκκλησία. Το βράδυ γυρνούσε πίσω στο κελλί του, προσευχόταν με ένταση γιά δύο περίπου ώρες, μετά μισοκοιμόταν ξαπλωμένος πάνω σε μία τάβλα χωρίς προσκέφαλο, γιά μιά ώρα. Τα μεσάνυκτα ήταν ο πρώτος που πήγαινε στην Ακολουθία. Όταν γυρνούσε στο δωμάτιό του, έκανε μερικές εκατοντάδες μετάνοιες και αναπαυόταν ακόμη γιά τρείς ώρες. Το πρωί ξανάρχιζε τις προσευχές, τον κανόνα του, την ανάγνωση του Ψαλτηρίου και μετά απ’ αυτά πήγαινε στην Εκκλησία.
Ο καλός αυτός στρατιώτης του Χριστού, έκανε τον αγώνα του με την προσευχή, την ταπείνωση, την ελεημοσύνη και την υπακοή.
Στα 1892, ο φημισμένος Μητροπολίτης Ιωσήφ Νανιέσκου, εντυπωσιασμένος από τον τρόπο που έψαλλε ο μοναχός Βαρλαάμ, τον προσέλαβε στη Μητρόπολή του. Εκεί έζησε και εργάσθηκε με τον ίδιο ζήλο και τον ίδιο φόβο Θεού γιά μισό αιώνα. Και όλο αυτόν τον καιρό, υπηρέτησε, έψαλλε και φρόντιζε την Εκκλησία, φέροντας επάνω του τα κλειδιά του ιερού Ναού, μέχρις ότου παρέδωσε την ψυχή του στον Θεό. Γιά όλη αυτήν την περίοδο, ο διάκονος Βαρλαάμ, δεν είχε άλλο διακόνημα απ' αυτό του εκκλησάρη, του διακόνου και του ιεροψάλτου της Μητρόπολης.
Πιό ακριβής κι από το ρολόϊ, πιο αφοσιωμένος και ελεήμων από πολλούς άλλους, δεν έλειπε ποτέ από Ακολουθία, φέροντας διαρκώς τα κλειδιά του Ναού μέσα σ' ένα δισάκι κάτω από το ράσο του. Την ημέρα, τύχαινε ενίοτε να απουσιάζει από το κελλί του, γιά δώδεκα συνεχείς ώρες. Σ' αυτό το διάστημα, δεν έφευγε από τον Μητροπολιτικό Ναό, τακτοποιώντας τα πάντα μέσα σ’ αυτόν, σκουπίζοντας τον νάρθηκα, ανάβοντας τα καντήλια, προσευχόμενος μπροστά στην ιερή Λειψανοθήκη της Αγίας Παρασκευής. Εργαζόταν, όμως, επίσης και γύρω από τον Μητροπολιτικό Ναό, ποτίζοντας τα λουλούδια ή κόβοντας ξύλα γιά την κουζίνα. Εκτελούσε τις εργασίες του εν σιωπή και με αγάπη, ενώ η προσευχή του Ιησού ενεργοποιούνταν ακατάπαυστα μέσα στην καρδιά του. Αργά το βράδυ, έκλεινε τις πόρτες του ιερού χώρου και επέστρεφε στο κελλί του, σαν σε ένα κάστρο που ποτέ κανείς δεν εισχωρούσε.
Το δωμάτιο του π. Βαρλαάμ ήταν αρκετά ασυνήθιστο. Το κρεβάτι του ήταν τοποθετημένο κοντά στο επικλινές ταβάνι, έτσι ώστε, να τον αποθαρρύνει από το να μπορεί να ξαπλώσει. Δεν κοιμόταν παρά μόνο τρεις ώρες, πάνω σ' ένα χαμηλό τραπέζι, κοντά στην εικόνα της Υπεραγίας Θεοτόκου, με το κεφάλι του πάνω στο δισάκι με τα κλειδιά του Ναού. Το κελλί του δεν διέθετε ούτε σεντόνια, ούτε κουβέρτες! Τίποτε το περιττό!
Ο διάκονος δεν έφυγε σχεδόν ποτέ έξω από τον περιβάλλοντα χώρο του Μητροπολιτικού Ναού. Αντιθέτως, πολυάριθμοι μαθητές, άποροι σπουδαστές και γενικώς πτωχοί, έρχονταν να τον συναντήσουν. Βοηθούσε τους πάντες, καθότι ήταν βαθειά ελεήμων. Όλο του τον μισθό τον μοίραζε και ποτέ δεν ζητούσε να του επιστρέψουν χρήματα, που έδινε υπό τύπον δανείου. Πρόσφερε στους επισκέπτες του φαγητό και γιά να περάσουν την νύχτα τους έβαζε να ξαπλώσουν σ' ένα από τα κοντινά στο κελί του δωμάτια, που ήταν ελεύθερα. Όσο γιά τις δοκιμασίες που ο διάκονος Βαρλαάμ υφίστατο μυστικά, μόνο ο Θεός τις γνωρίζει.
Το πρωινό μιάς ημέρας του Ιουνίου του 1942, ο π. Βαρλαάμ βρέθηκε από τον υποτακτικό του νεκρός, ξαπλωμένος πάνω στο τραπέζι του κελλιού του, με το κεφάλι του πάνω στο δισάκι που είχε τα κλειδιά της Μητροπόλεως.
Ο π. Βαρλαάμ, φορούσε πάντα ρούχα φτωχικά και τριμμένα. Εάν ο Μητροπολίτης ή κάποιος από τους ιερείς του έδινε ένα καινούργιο ρούχο, την επομένη το έκανε δώρο σε κάποιον που είχε ανάγκη και ξαναβλέπανε τον διάκονο ντυμένο ως συνήθως. Δεν ήθελε κανέναν να τον επαινεί.
Μιά μέρα νηστείας, έβραζαν ψάρι στην κουζίνα. Ένας λαϊκός, βρήκε ευκαιρία να κάνει παρατήρηση στον π. Βαρλαάμ.
«Γιατί μαγειρεύουν ψάρι ημέρα νηστείας;».
«Ω αδελφέ, μάλλον κάνετε λάθος, μάλλον πατάτες υπάρχουν μέσα στην κατσαρόλα». «Όχι, πάτερ μου, είδα πολύ καλά ότι ήταν ψάρι».
«Καλά λοιπόν, πάω να δω».
Και γιά να μην γίνει αφορμή σκανδάλου και να μην παραβιασθή ο κανόνας της εγκρατείας, πήρε την κατσαρόλα από τη φωτιά και κάνοντας ότι δοκιμάζει το φαγητό, έχυσε το περιεχόμενο μέσα στον νεροχύτη. Μετά είπε στον μάγειρα:
«Συγχωρέσατέ με, Πάτερ μου, μου έπεσε απ’ τα χέρια η κατσαρόλα!».
Κάθε φορά, που ο διάκονος Βαρλαάμ έπαιρνε τον μισθό του, ευρισκόταν περικυκλωμένος από μαθητές και απόρους σπουδαστές της πόλης και κανένας δεν έφευγε από κοντά του, χωρίς να έχει λάβει το μερίδιό του... Τόσο, που ακόμη και τα χαμίνια της πολίχνης έλεγαν: «Πάμε στο Μητροπολιτικό μέγαρο, είναι η μέρα που ο πατήρ Βαρλαάμ παίρνει τον μισθό του».
Δάνειζε χρήματα χωρίς όρους.
«Πάτερ Βαρλαάμ, πότε πρέπει να σας τα επιστρέψω;», τον ρωτούσαν.
«Αφήστε. Όταν τα χρειασθώ, θα σας τα ζητήσω!».
Πολλοί ήταν οι σπουδαστές που ολοκλήρωναν τις σπουδές τους, χάρις στα χρήματα που έδινε ο πατήρ Βαρλαάμ!
Μιά χωρική, που είχε ακούσει να μιλάνε γιά την γενναιοδωρία του διακόνου Βαρλαάμ, κατέφθασε στην Μητρόπολη κλαίγοντας:
«Πάτερ μου, η αγελάδα μου ψόφησε. Είμαι χήρα και έχω επτά παιδιά στο σπίτι. Τι θα κάνω; Πώς Θα τα θρέψω;».
«Μην κλαις μητερούλα. Πόσο κοστίζει μιά αγελάδα που δίνει γάλα;».
«Περίπου χίλια λέι».
«Ε, λοιπόν, πάρε δύο χιλιάδες γιά δύο αγελάδες. Ευχαρίστησε την αγία Παρασκευή και μην πεις τίποτε σε κανένα»!!
Μέσα στο κελί του, ο πατήρ Βαρλαάμ, δεν είχε θέρμανση και παρ’ όλα αυτά δεν κρυολογούσε τον χειμώνα. Όταν ήθελε να ζεσταθή, έκανε πολλές μετάνοιες. Μιά φορά, ο εξομολόγος του μπήκε μέσα στο δωμάτιό του και καθώς ήταν χειμώνας και έκανε πολύ κρύο, του λέει:
«Γιατί δεν ανάβετε μιά μικρή φωτιά, π. Βαρλαάμ; Θα αρρωστήσετε».
«Θα την ανάψω τώρα σ’ ένα λεπτό. Ορίστε τα ξύλα είναι έτοιμα μπροστά στην σόμπα». (Τα ξύλα όμως ήταν εκεί, γιά χρόνια ολόκληρα!!).
«Και προς τι ν’ ανοίγετε το παράθυρο, όταν έξω έχει παγωνιά;».
«Γιά να μπει η ζεστασιά μέσα στο κελί», απήντησε χαμογελώντας ο π. Βαρλαάμ.
Οι ιερείς της πόλεως τον παρακαλούσαν συχνά να έλθη στη Θεία Λειτουργία του προστάτη Αγίου της ενορίας τους. Αυτός όμως τους έλεγε:
«Συγχωρέστε με, πάτερ μου, δεν θα μπορέσω να έλθω αυτή τη χρονιά, με πονάει το πόδι μου».
Την επομένη χρονιά οι ιερείς της πόλης του ζητούσαν το ίδιο πράγμα:
«Συγχωρέστε με, πάτερ μου, κρυολόγησα». Δεν ήθελε να πάει αλλού, γιά να μην τον επαινέσουν γιά την ωραία του φωνή.
Όταν γέρασε, οι ιερείς της Μητροπόλεως τον ρώτησαν:
«Πού θα θέλατε να ενταφιασθήτε μετά τον θάνατό σας, π. Βαρλαάμ;».
«Δέστε το νεκρό μου σώμα από το ένα πόδι σ’ ένα άλογο και αυτό να με σύρει μέχρι έναν γκρεμό έξω από την πόλη!»!!!
Πηγή: Μικρό Γεροντικό της Μολδαβίας (Εν Πλω)