Κάποτε, μία αλεπού, τριγυρνούσε νύκτα σε ένα χωριουδάκι, αναζητώντας τροφή σε κανένα κοτέτσι. Μες στο σκοτάδι, όμως, γλίστρησε και έπεσε σ’ ένα αφύλαχτο πηγάδι. Μέχρι να ξημερώσει έκλαιγε απαρηγόρητη γιά το πάθημά της.
Το πρωΐ, ένας τράγος, που είχε ξεφύγει από το κοπάδι του, αναζητώντας νερό, έσκυψε στο στόμιο του πηγαδιού.
«Πολύ βαθύ το βλέπω», μουρμούρισε στενoχωρημένος.
Τότε η αλεπού χωρίς να χάσει ευκαιρία του λέει, σκεπτόμενη πονηρά:
«Φίλε μου, το νερό είναι δροσερό και θα το ευχαριστηθής πολύ. Πήδα, πιές και ύστερα ανεβαίνουμε μαζί».
Αμέσως, ο άμυαλος τράγος, έπεσε στην παγίδα της αλεπούς. Στο λεπτό δίνει έναν σάλτο και ευρίσκεται μέσα στο πηγάδι. Ήπιε, ξεδίψασε και ευχαριστήθηκε στ’ αλήθεια.
«Τώρα τί κάνουμε; Πώς θα βγούμε από εδώ μέσα;», ερώτησε την αλεπού.
«Μην στενοχωριέσαι, φίλε μου, έχω σχέδιο. Στήσε τα μπροστινά σου πόδια στο τοίχωμα του πηγαδιού. Θα πατήσω στην πλάτη σου, θα σκαρφαλώσω και θα βγω πρώτη εγώ και ύστερα θα τραβήξω και σένα έξω από το πηγάδι».
Χωρίς να πολυσκεφθή πάλι ο τράγος, έκανε ό,τι του είπε η πονηρή αλεπού, και εκείνη γρήγορα-γρήγορα σκαρφάλωσε στην πλάτη του, πάτησε και στα χοντρά στριφτά του κέρατα και πήδηξε έξω από το πηγάδι.
«Τώρα σειρά σου να με βοηθήσεις», της φώναξε ο τράγος.
«Δεν θα είσαι καλά, μου φαίνεται! Πώς μπορώ εγώ τόσο μικροκαμωμένη να σε τραβήξω επάνω; Δεν βλέπεις το μπόϊ και το βάρος σου;», του απάντησε η αλεπού κοροϊδευτικά.
«Σε χαιρετώ, φίλε μου. Ας είχες περισσότερο μυαλό, τουλάχιστον τόσο όσες είναι οι τρίχες στο πηγούνι σου, και ας σκεφτόσουν πριν κατέβης στο πηγάδι, με ποιόν τρόπο θα μπορούσες να ξανανέβης...», του φώναξε και έφυγε μακριά γελώντας...
Αίσωπος