Η ΑΣΘΕΝΕΙΑ ΚΑΙ Η ΟΣΙΑΚΗ ΤΕΛΕΙΩΣΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΚΑΛΛΙΝΙΚΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΕΔΕΣΣΗΣ!!
Μετά ἀπό θεοφιλῆ ποιμαντορία καί κοπιώδη διακονία, ἀναλισκόμενος στό ἔργο τῆς προσφορᾶς, προσβάλλεται ἀπό τήν ἀσθένεια τοῦ καρκίνου, μέ τήν μορφή ὄγκου στόν ἐγκέφαλο. Πάντοτε εἶχε μνήμη θανάτου, ἀναλογιζόταν τό φθαρτό τῆς ζωῆς. Πάντοτε θεωροῦσε ὅτι τό μόνο ρῆμα πού ἔπρεπε νά γνωρίζουμε καί νά κλίνουμε σέ ὅλες τίς πτώσεις του εἶναι τό ρῆμα φεύγω, φεύγεις, φεύγει, φεύγομεν, φεύγετε, φεύγουσι. Πάντοτε ὁμιλοῦσε γιά τόν θάνατο ὡς ἕναν μεγάλο ὕπνο καί ἐπαινοῦσε τούς Μάρτυρες πού θυσιάζονταν γιά τόν Χριστό καί διηγεῖτο κλαίγοντας τήν κοίμηση τοῦ ἀββᾶ Σισώη τοῦ μεγάλου, εὐχόμενος παρόμοια τελευτή. Ἔπειτα, καλεῖται καί αὐτός νά δοκιμάση τήν ἀσθένεια καί τόν θάνατο στά ὅρια τῆς προσωπικῆς του ζωῆς. Ἀφήνεται κυριολεκτικά στήν Πρόνοια τοῦ Θεοῦ, προετοιμαζόμενος γιά τήν συνάντησή του μέ τό δικό του «ἀφεντικό», ὅπως αἰσθανόταν τόν Θεό.
Μέ τίς πρῶτες ἰατρικές γνωματεύσεις ἀντιλαμβάνεται πλήρως τήν κατάστασή του καί προετοιμαζόμενος γιά τήν συνάντηση μέ τόν Θεό, ἐν ὄψει μάλιστα ἐγχειρίσεως πού θά γινόταν στόν ἐγκέφαλο, προβαίνει σέ δύο ἐνέργειες, ἔνδειξη ὄχι μόνον καλοῦ Κληρικοῦ, ἀλλά καί ἀληθινοῦ Χριστιανοῦ.
Ἡ πρώτη ἐνέργειά του εἶναι νά κάνη γενική ἐξομολόγηση τῆς ζωῆς του σέ γνωστό του Πνευματικό, καί μάλιστα αὐτήν τήν ἐξομολόγηση τήν χαρακτηρίζει ὡς «μπάνιο» καί χαίρεται σάν μικρό παιδί.
Ἡ δεύτερη ἐνέργειά του εἶναι νά ὑπαγορεύση τήν διαθήκη του σέ συμβολαιογράφο, γιατί θέλει νά εἶναι «πανέτοιμος» ὅπως ἔλεγε γιά τήν μετάβασή του ἀπό τά φθαρτά στά ἄφθαρτα, ἀπό τά ἐπίγεια στά οὐράνια, ἀπό τά λυπηρά στά χαρμόσυνα. Στήν διαθήκη του, μετά τίς ὁδηγίες πού δίνει γιά τήν κηδεία καί τόν τάφο του καί ὅπου κατ᾽ ἐντολή του θά γραφόταν: «Προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν», δηλώνει ὅτι δέν ἔχει ἀκίνητη καί κινητή περιουσία, δίνει ὁδηγίες γιά τήν ἐξόδιο ἀκολουθία του καί ὁρίζει ποῦ θά δοθοῦν τά ἐλάχιστα ἀρχιερατικά του ἄμφια καί τά προσωπικά του ἀντικείμενα. Ἐκφράζει τίς εὐχαριστίες καί τήν εὐγνωμοσύνη του στούς συγγενεῖς του, τούς εὐεργέτες του καί τούς συνεργάτες του. Ἔπειτα, ζητᾶ συγγνώμη ἀπό ὅσους τυχόν ἐπίκρανε καί δίνει συγχώρεση «ἀπό καρδίας» σέ ὅσους τυχόν ἐκεῖνος λύπησε καί τελειώνει τήν διαθήκη του ὡς ἑξῆς:
«Τέλος, ἐκφράζω ἐκ τῶν μυχίων τῆς καρδίας μου τήν ἄπειρον εὐγνωμοσύνην μου πρός τόν ἐν Τριάδι Θεόν ἡμῶν, διότι εἶμαι Ὀρθόδοξος Χριστιανός ἐκ γονέων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν καί διότι μέ ἐτίμησε διά τῆς ὑψίστης τιμῆς τῆς ἀρχιερατικῆς Χάριτος καί ἀνέθεσεν εἰς τήν ἐλαχιστότητά μου τήν διαποίμανσιν λαοῦ ἐκλεκτοῦ καί εὐσεβοῦς. Παρακαλῶ καί ἱκετεύω τούς συνεπισκόπους μου νά στείλουν ἐκεῖ εἰς διαδοχήν μου ἄνδρα "πλήρη πίστεως καί Πνεύματος Ἁγίου", ὥστε νά διορθώση οὗτος τά εἰς ἐμέ ἐλλείποντα, καταστήσῃ δέ τήν Ἐπισκοπήν τμῆμα τοῦ Παραδείσου. Ἀμήν. Τό ἔλεος τοῦ Κυρίου ἄς μέ συνοδεύῃ κατά τήν ἐκ τοῦ ματαίου τούτου κόσμου ἐκδημίαν μου».
Ἡ ἑπτάμηνη ἀσθένειά του εἶναι ὀδυνηρή καί ὁ ἴδιος, κατ᾽ ἀναλογία, ὅπως τό πρότυπό του, ὁ Χριστός, φθάνει στήν πλήρη κένωση. Ἐπειδή σέ ὅλη του τήν ζωή ἐξυμνοῦσε τούς Μάρτυρες, καλεῖται τώρα νά ζήση μερικές πλευρές τοῦ μαρτυρίου τους. Καί τό ἔκανε μέ ἀκράδαντη πίστη στόν Θεό, μέ καρτερική ὑπομονή καί ὁσιακή βιοτή, γνωρίζοντας ὅτι «πᾶς φιλόθεος ἔσται καί φιλόπονος», κατά τόν ἅγιο Μάξιμο τόν Ὁμολογητή, γιατί μέσα ἀπό τόν πόνο ἐπανορθώνεται ἡ πεσοῦσα καί παθοῦσα φύση μας.
Ὅταν ὁ ἄνθρωπος στερῆται κάθε ἐξωτερική στήριξη καί ἐξουσία, ὅταν ἀντιλαμβάνεται ὅτι ὁ θάνατος πλησιάζει, τότε ἀποκαλύπτεται ὁ ἐσωτερικός του κόσμος μέ ὅλα τά ἀρνητικά καί θετικά στοιχεῖα. Σέ ἐκεῖνον, ἡ ἀσθένειά του ἀνέδειξε ὅλο τό μεγαλεῖο τῆς ἀσκητικῆς βιοτῆς του, τό ὁποῖο στόν μεγαλύτερο βαθμό ἦταν κεκρυμμένο ἕως τότε. Τό ἔκρυβε ὁ ἴδιος!
Ἔζησε ὡς ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ καί ἐκοιμήθη ὡς ὅσιος ἀσκητής, τελειώθηκε κατά Θεόν. Αὐτό φανερώνουν οἱ φράσεις πού ἐξέρχονταν μέσα ἀπό τόν σωματικό πόνο καί τήν βαθυτάτη κένωση στήν ὁποία ἔφθασε.
Δοξολογεῖ συνέχεια τόν Θεό γιά τήν ἀσθένεια, προσεύχεται νά γίνη τό θέλημά Του, εὐγνωμονεῖ τούς ἀνθρώπους πού τόν ἐξυπηρετοῦν, ἐκδηλώνει ποικιλοτρόπως τήν ἀγάπη του σέ ὅλους, ταπεινώνεται καθ᾽ ὑπερβολήν, χρησιμοποιώντας ἀπίστευτες ἐκφράσεις αὐτομεμψίας, ἔχει νήψη ἀκόμη καί στόν βαθύτατο ὕπνο, ἀληθινό γνώρισμα ἐρημίτου μοναχοῦ πού ζῆ τήν νοερά προσευχή στήν καρδιά, ὅπως ὁμολόγησε ὁ Γέροντας Σωφρόνιος τοῦ Ἔσσεξ πού τόν ἐπισκέφθηκε στό Νοσοκομεῖο τοῦ Λονδίνου, καί κατά τήν διάρκεια τοῦ ὕπνου διακρίνεται γιά τήν ἰσχυρά νήψη. Κατά τήν διάρκεια τῆς ἀσθένειάς του, ἡ καθαρή του ψυχή αἰσθάνεται τήν ἐπίσκεψη τῆς Παναγίας τοῦ Προυσιώτισσας καί τήν ἀνυμνεῖ, ἀξιώνεται δέ θείων δωρεῶν μέ τήν λάμψη τοῦ προσώπου του. Ἡ καρδία του εἶναι ἤρεμη, τό πρόσωπό του εἰρηνικό, ὁ νοῦς του προσανατολισμένος στόν Θεό, ἡ ἔξοδός του ἀπό αὐτήν τήν ζωή εἶναι πορεία πρός τήν αἰώνια ζωή. Τό ἀποκορύφωμα τῶν λόγων του εἶναι: «Δέν μέ ἐνδιαφέρει πολύ ἡ ἀρρώστια. Ἄς ἤμουν ἅγιος καί ἄς ἤμουν μέ ἕνα πόδι ἤ μέ ἕνα μάτι». Αὐτός ὁ λόγος τόν χαρακτηρίζει πράγματι ὡς ἅγιο.
Μέσα σέ τέτοια ὁσιακή ἀντιμετώπιση τῆς ἀσθένειας καί τοῦ θανάτου, ἡ ἔξοδός του ἀπό τήν ζωή αὐτή εἶναι ὁσιακή καί θριαμβευτική. Ἡ στιγμή πού βγῆκε ἡ ψυχή ἀπό τό σῶμα στό δωμάτιο τοῦ Νοσοκομείου στήν Ἀθήνα ἤμουν παρών καί βεβαιώνω ὅτι ἦταν μιά ἱεροτελεστία. Ἐκεῖνος ἀνέπνεε ἀργά, ἦταν ἤρεμος καί οἱ παρόντες προσεύχονταν καρδιακά. Ἐπικρατοῦσε μιά ἁγιορείτικη ἀγρυπνία μέ ἡσύχιο τρόπο, βιωνόταν «τό τῆς ἡσυχίας μυστήριον», «σιγή δέ βαθεῖα, καί τελετή τις θανάτου», ὅπως ἔγραφε ὁ ἅγιος Γρηγόριος Θεολόγος γιά τήν κοίμηση τῆς ἀδελφῆς του Γοργονίας.
Ἡ ἐξόδιος ἀκολουθία συγκεντρώνει πλήθη Ἐπισκόπων, Πρεσβυτέρων, μοναχῶν, θεολόγων, φορέων τῆς Πόλεως καί τοῦ Νομοῦ, φίλων καί γνωστῶν. Ὅλοι ἐκφράζουν τήν ἀγάπη τους καί τόν σεβασμό τους πρός τόν κεκοιμημένο. Ἄλλοι κλαῖνε μυστικά, καρδιακά, καί ἄλλοι αἰσθάνονται χαρά στήν καρδιά τους, ὡσάν νά ἦταν Πάσχα καί μερικοί ὁμολογοῦν: «Δυστυχῶς δέν τόν γνωρίσαμε». Ὁ μακάριος Καλλίνικος ἔκρυπτε στό ἐπισκοπικό κελλί του καί στά ἐσώτατα τῆς καρδίας του ὅλη τήν ὁρμή τῆς ἀγάπης του πρός τόν Θεό, κρατοῦσε κεκρυμμένες τίς μυστικές κινήσεις τῆς θεοφιλοῦς ψυχῆς του!!
Του Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. Ιεροθέου
Πηγή: romfea.gr