Να ειπούμεν τώρα και διά την Καλήν Γην.
Η Αγία Παρασκευή, ήτο δώδεκα χρονών κόρη, από γένος ευγενικόν. Μείνασα ορφανή, εμοίρασεν όλην της την περιουσία εις τους φτωχούς, και με αυτά ηγόρασε τον Παράδεισον. Και μετεχειρίζετο ως φτιασίδια τα δάκρυα, ενθυμούμενη τας αμαρτίας της. Ως σκουλαρίκια, είχε τα ωτά της ανοιχτά, διά να ακούη τας Αγίας Γραφάς. Ως κορδόνι (περιλαίμιο), είχε τας πολλάς νηστείας, οπού έκαμνον τον λαιμόν της και έλαμπε ως ο ήλιος. Ως δακτυλίδια, τους κόμβους των δακτύλων της, από τας πολλάς μετανοίας οπού έκαμνεν. Ως χρυσούν ζωνάριον, την παρθενίαν οπού εφύλαξεν εις όλην της την ζωήν. Ως φόρεμα, την εντροπήν οπού είχεν εις τον εαυτόν της και τον φόβον του Θεού οπού την εσκέπαζεν. Έτσι εστολίζετο η Αγία! Ανίσως και είναι κανένα κορίτσι και θέλη να στολίζεται, ας στοχασθή τί έκαμνεν η Αγία, να κάμνη και εκείνη, αν θέλη να σωθή. Έτσι, αδελφοί μου, η Αγία Παρασκευή έμαθε γράμματα και έγινε σοφωτάτη. Και διά την καθαρότητά της, την ηξίωσεν ο Θεός και έκαμνε και θαύματα. Ιάτρευε τυφλούς, κωφούς και ανάσταινε νεκρούς. Δύο Εβραίοι, τέκνα του διαβόλου, βλέποντες την Αγίαν να κάμνη θαύματα, την εφθόνησαν και την διέβαλον εις τον Βασιλέα Αντωνίνον ως Χριστιανήν. Την κράζει λοιπόν ο Βασιλεύς και της λέγει να αρνηθή τον Χριστόν, και να προσκυνήση τους θεούς, να την κάμη Βασίλισσαν. Λέγει του η Αγία:
«Εγώ δεν είμαι ανόητη ωσάν εσένα, να αρνηθώ τον Χριστόν και να υπάγω εις τον διάβολον, να αφήσω την ζωήν και να υπάγω εις τον θάνατον. Άμποτε, να άφηνες και σύ το σκότος και να ήρχεσο εις το φως».
Ακούετε, αδελφοί μου, ένα κορίτσι να ομιλή με τοιαύτην παρρησίαν εμπρός εις ένα Βασιλέα; Όστις έχει τον Χριστόν μέσα εις την καρδίαν του, δεν φοβείται όλον τον κόσμον! Ανίσως θέλομεν και ημείς να μη φοβούμεθα μήτε ανθρώπους μήτε δαίμονας, να έχωμεν τον Θεόν εις την καρδίαν μας. Λέγει ο Βασιλεύς της Αγίας :
«Σου δίδω τρεις ημέρας διορίαν. Αν δε μου υπακούσης, θα σε θανατώσω».
Λέγει του η Αγία:
«Βασιλεύ, εκείνο όπου θέλεις να κάμης εις τρεις ημέρας, κάμε το τώρα, διότι εγώ δεν αρνούμαι τον Χριστόν μου»!
Τότε, προστάζει ο Βασιλεύς και άναψαν μίαν μεγάλην πυρκαϊάν και βάνουν ένα καζάνι γεμάτο πίσσαν και θειάφι και βράζει καλά. Βλέπουσα η Αγία το καζάνι εχαίρετο, ότι έμελλε να αναχωρήση από τούτον τον ψεύτικον κόσμον και να υπάγη εις Εκείνον, τον Αληθινόν και Αιώνιον! Προστάζει ο Βασιλεύς, να βάλουν την Αγίαν εις το καζάνι, διά να καή. Η Αγία έκαμε τον Σταυρόν της και εμβαίνει μέσα. Περιμένει δύο-τρεις ώρας ο Βασιλεύς και βλέπων οπού δεν καίεται η Αγία της λέγει :
«Παρασκευή, διατί δεν καίγεσαι;».
Λέγει του η Αγία:
«Διότι ο Χριστός εδρόσισε το περιεχόμενο και δεν καίομαι»!
Λέγει της ο Βασιλεύς:
«Ράντισόν με και εμέ διά να ίδω, αν καίει».
Επήρεν η Αγία με τας δύο της χείρας και του ρίπτει εις το πρόσωπον και ευθύς, ώ του θαύματος! Ετυφλώθη και εγδάρθη το πρόσωπόν του.
Φωνάζει ο Βασιλεύς: «Μέγας ο Θεός των Χριστιανών και εις Αυτόν πιστεύω και εγώ και έβγα να με βαπτίσης»!
Εβγήκεν η Αγία και τον εβάπτισε
με όλον του το Βασίλειον. Έπειτα την απεκεφάλισεν άλλος Βασιλεύς και υπήγεν εις
τον Παράδεισον, να χαίρεται πάντοτε. Αυτή η Αγία έκαμε τα εκατόν, κατά τον
λόγον του Κυρίου!!
Να είπωμεν και δι’ εκείνον οπού έφερε τα εξήκοντα. Εις τας 9 του Οκτωβρίου εορτάζει η Εκκλησία μας τον Άγιον Ανδρόνικον με την σύζυγόν του Αθανασίαν. Τους είχε χαρίσει ο Άγιος Θεός δύο παιδία αρσενικά, και μίαν ημέραν απέθανον και τα δύο. Κλαίουσα η Αθανασία διά τα τέκνα της, έρχεται Άγγελος Κυρίου και της λέγει:
«Αθανασία, διατί κλαίεις; Τα τέκνα σου χαίρονται εις τον Παράδεισον και θα τα απολαύσης εις την Δευτέραν Παρουσίαν, και μη λυπήσαι»!
Και έτσι την επαρηγόρησε.
Λέγει η Αθανασία του Ανδρονίκου:
«Αφέντη και σύζυγέ μου, χιλιάδες άνδρες και γυναίκες εφύλαξαν παρθενίαν εις όλην των την ζωήν. Ημείς υπανδρευθήκαμεν και απελαύσαμεν τα σωματικά. Δεν γινόμεθα καλόγηροι να κάμωμεν και τα ψυχικά, να υπάγωμεν και εις τον Παράδεισον;»!
Απεκρίθη και ο ευλογημένος Ανδρόνικος και της λέγει:
«Ας γίνη, αδελφή μου, το Θέλημα του Θεού»!
Και απ’ εκείνην την ώραν έζων ως αδελφοί. Εμοίρασαν την περιουσίαν των, επήγαν και οι δύο εις Μοναστήριον και έγιναν καλόγηροι και έζησαν με νηστείας και σκληραγωγίας και επήγαν εις τον Παράδεισον. Αυτοί έκαμον τα εξήκοντα, διότι έκαμον πρώτον τα σωματικά και δεύτερον τα ψυχικά.
Ανίσως και θέλει κανένας από σας
να κάμει τα εξήκοντα, ας αγωνίζεται ωσάν τον Άγιον Ανδρόνικον και την Αγίαν
Αθανασίαν και σώζεται. Πάλιν, αν δεν ημπορήτε να κάμετε τα εξήκοντα, μιμηθήτε
εκείνον όπου έκαμε τα τριάκοντα.
Εις την Ανατολήν, ήτο ένας άνθρωπος ιερεύς, το όνομα Ιωάννης, υπανδρευμένος. Είχεν είκοσι παιδιά! Μίαν ημέραν, υπήγεν ένας Δεσπότης εις το σπίτι του παπά, βλέπει τα παιδιά και ερωτά τίνος είναι.
«Ιδικά μου», λέγει ο παπάς, «είναι, ο Θεός μου τα εχάρισε»!
Του λέγει ο Δεσπότης:
«Πόσους χρόνους είσαι υπανδρευμένος;».
«Δεκαοκτώ», λέγει ο παπάς.
Τότε λέγει ο Δεσπότης:
«Διά δεκαοκτώ χρόνους έχεις 20 παιδία; Εσύ πρέπει να καθαιρεθής...».
Λέγει του ο παπάς:
«Να εξομολογηθώ, Δεσπότη μου, και αν το εύρης εύλογον, ας γίνη ότι θέλει ο Θεός». Ήρχισεν ο παπάς και λέγει: «Εγώ, Δεσπότη μου, έμαθα γράμματα Ελληνικά, έγινα δεκαοκτώ χρονών αναγνώστης, εικοσιπέντε διάκονος και τριάκοντα ιερεύς, χωρίς να δώσω καν ένα άσπρο. Κατά τους Θείους Νόμους υπανδρεύθηκα. Πρώτον εξωμολογηθήκαμεν με την παπαδιά μου, επήγαμεν εις την Εκκλησίαν και εστεφανωθήκαμεν, έπειτα εκοινωνήσαμεν τα Άχραντα Μυστήρια και μετά τρεις ημέρας εσμίξαμεν. Και ωσάν εγκαστρώθη, εχωρίσαμεν έως ότου εγέννησεν. Εσαράντισε, και τότε πάλιν εσμίξαμεν, και πάλιν εχωρίσαμεν, και με τέτοιον τρόπον εκάμαμε τα είκοσι τέκνα, που μεταξύ των έχουν ολιγώτερον από ένα χρόνον διαφορά (!), Πανιερώτατε»!
Λέγει ο Δεσπότης:
«Συγχωρημένος και ευλογημένος να είσαι, να κάμης πενήντα και εκατόν τέκνα»!
Έτσι ο ευλογημένος Ιωάννης, έμαθε τα τέκνα του γράμματα, τα επαίδευσε με νουθεσίας καλάς, και επέρασεν εδώ καλά και επήγεν εις τον Παράδεισον.
Αυτός έκαμε τα τριάκοντα.
Θέλεις και συ, αδελφέ μου, να κάμης τα τριάκοντα; Μιμήσου τον παπά-Ιωάννην, τώρα οπού έχεις καιρόν.
Αυτή είναι η εξήγησις της παραβολής>>!!
Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός (1714-1779)
«Διδαχή Β΄ - Διδαχαί και Προφητείαι του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού».