<<Ηρωτήθη κάποτε ο Άγιος Νήφων:
«Πώς συμβαίνει, να επιβιβάζωνται σε πλοίο πολλοί άνθρωποι, από διαφορετικά μέρη, και σε μία τρικυμία να πνίγωνται όλοι; Σε μιά τέτοια περίπτωση, είναι σ’ όλους ανεξαιρέτως προωρισμένο ένα τόσο αξιοθρήνητο τέλος;».
«Πολύ ψηλά στοχεύετε…», τους είπε ο Όσιος Νήφων. «Αυτά, μόνο ο Θεός τα ξέρει. Με τη βοήθειά Του όμως, θα σας διηγηθώ, κάτι σχετικό».
Και άρχισε να τους διηγήται γιά κάποιον καραβοκύρη, που τον έλεγαν Θεόγνωστο. Αυτός είχε ένα πλοίο μεγάλο, με πλήρωμα περίπου τριάντα άνδρες. Μετέφεραν εμπορεύματα και ταξιδιώτες και έκαναν, γενικά όλες τις δουλειές των ναυτικών. Έκαναν όμως και πολλές παρανομίες. Έβαζαν νερό στα κρασιά, ενόθευαν τα εμπορεύματα, συχνά μάλιστα δεν εδίσταζαν, αν έπαιρναν είδηση πως εταξίδευε με το πλοίο τους κανένας πλούσιος, να τον ληστέψουν και να τον πετάξουν στη θάλασσα. Τόσο αθεόφοβοι και ανάλγητοι ήσαν…
Μονάχα ένας τους, μόλις ετελείωνε η παράνομη επιχείρηση, μετανοούσε και εστέναζε γιά το κακό που έκανε. Και αυτός όμως, μόνο γιά λίγο. Σαν έφθανε η στιγμή της μοιρασιάς του βρώμικου κέρδους, ξεχνούσε τις τύψεις του και έτρεχε να πάρη το μερίδιό του.
Ο Φιλάνθρωπος Θεός, που περιμένει όλων τη μετάνοια, ανέμενε και την δική τους. Μα ο πονηρός διάβολος, τους παρακινούσε όλο και σε χειρότερες πράξεις...
Αφού πλέον είδε ο Θεός, πως όχι μόνο δεν σταματούν τις παρανομίες, αλλά μηχανεύονται χειρότερες, αποφάσισε να δώσει τέλος στο κακό. Και αυτό βέβαια από φιλανθρωπία, γιά να μην αυξήσουν τις αμαρτίες τους πάνω στη γη και προξενήσουν έτσι αργότερα, σκληρότερη τιμωρία στις ψυχές τους.
Μία ημέρα, λοιπόν, έπιασαν το λιμάνι του Σερίδου. Επούλησαν εκεί το φόρτωμα του πλοίου τους με μεγάλο κέρδος και εκίνησαν πάλι γιά τα σπίτια τους. Σαν έφθασαν στον τόπο τους, ετράβηξαν το πλοίο στη στεριά, γιά να κάνουν τις συνηθισμένες μικροεπισκευές, που γίνονται μετά από κάθε μεγάλο ταξίδι. Όταν όλα ήσαν έτοιμα, συνεννοήθηκαν μεταξύ τους, να φύγουν γιά τη Βασιλεύουσα. Ένας όμως (ήταν εκείνος που ελεγχόταν λιγάκι από τη συνείδησή του, μετά από κάθε παρανομία), δεν ήθελε αυτή τη φορά να μπαρκάρη μαζί τους, γιατί έπρεπε να βαπτίση τον υιό του. Αλλά, οι σύντροφοί του τον επίεζαν αφόρητα, επειδή ήταν απαραίτητος ένας ακόμη άνθρωπος στο πλοίο. Αναγκάσθηκε τότε να πληρώση άλλον ναύτη, γιά να μπαρκάρη στη θέση του.
Έτσι εσάλπαραν. Καθώς εταξίδευαν στο πέλαγος, ακούσθηκε ξάφνου από ψηλά μία φοβερή βροντή. Μέσα από τη βροντή σαν να ξεπήδησε ένα τεράστιο ραβδί, που εκτύπησε με τόση δύναμη το πλοίο, ώστε με μιάς το ετσάκισε και το εβούλιαξε… Επνίγηκαν όλοι, εκτός από έναν, τον μισθωτό ναύτη, ο οποίος άρπαξε μιά σανίδα και εσώθηκε. Αυτός ήταν που εδιηγήθηκε μετά, το πώς εχάθηκε το καράβι.
Το απίστευτο είναι ότι, την ίδια ώρα ακριβώς που επνίγηκαν οι ναυτικοί, έπεσε ξαφνικά νεκρός και ο σύντροφός τους, που είχε μείνει πίσω γιά να βαπτίση το παιδί του. Εξεψύχησε αναπάντεχα, στα καλά καθούμενα, ενώ έτρωγε και έπινε μαζί με μερικούς φίλους του…!!!
Τί να σκεφθούμε τώρα γιά όλα αυτά;
Γιατί επνίγησαν όλοι μονομιάς;
Νομίζω, πως είναι φανερό:
Ο Θεός το επέτρεψε αυτό, διότι εδούλευαν συνειδητά και αμετανόητα στην αμαρτία… Και επειδή παρανομούσαν όλοι μαζί, γι’ αυτό επνίγηκαν έτσι φρικτά όλοι μαζί! Αυτός που επέθανε στο σπίτι του, ήταν εκείνος που έδειχνε λίγη μετάνοια. Να γιατί ξεψύχησε τουλάχιστον στη στεριά και κοντά στους δικούς του. Η δικαιοκρισία του Θεού, δεν τον άφησε να πνιγή μαζί με τους υπολοίπους, αφού είχε λίγη μεταμέλεια. Αυτή βέβαια, δεν ήταν αρκετή, γιά να του εξασφαλίση την σωτηρία. Του εξασφάλισε όμως, έναν καλλίτερο θάνατο. Και το σώμα του αξιώθηκε να ταφή στη γη, αντί να χαθή στα βάθη της θάλασσας.
Όσο γιά τον μισθωτό ναύτη που εσώθηκε με τη σανίδα, ο Θεός έκρινε ότι, δεν είχε τίποτε κοινό με τους άλλους στην παρανομία. Γι’ αυτό και τον απάλλαξε από την καταδίκη τους.
Λοιπόν, παιδιά μου, ας αποφεύγωμε την αμαρτία, που τόσες οδύνες προξενεί και κανένα καλό δεν φέρνει...>>!!!