Και όπου κινήσει να πηγαίνη ο άνθρωπος, πρώτον να κάμη τον Σταυρὸν και να λέγη το:
“Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με!”!
Ζούσε μία πολυάριθμη οικογένεια, από τον ογδοντάχρονο παππού μέχρι και τα δισέγγονα, στον περιφραγμένο και προστατευμένο με ψηλή μάνδρα χώρο, δίπλα στο δάσος.
«Παππού…», ερώτησε ένα βράδυ ο δεκαοκτάχρονος εγγονός, «γιατί ο Θεός μάς τιμωρεί, εάν ξεφύγουμε από τον Νόμο Του;».
«Πήγαινε παιδί μου, φέρε ξύλα γιά την φωτιά και θα τα πούμε μετά», απήντησε ο σοφός παππούς.
Το παιδί τυλίχθηκε στη χονδρή κάπα του και εβγήκε γιά να φέρη ξύλα.
Όμως, ξαφνικά, άκουσε ένα γρύλλισμα. Κατάλαβε ότι κάποιο αγρίμι ήταν κοντά στη μάνδρα τους. Χωρίς να το σκεφθή, άρπαξε από την αποθήκη ένα όπλο και ώρμησε να σκοτώση το αγρίμι…
Ο νέος κυνηγώντας το ζώο ήταν σίγουρος ότι θα το έπιανε. Όμως το αγρίμι ξεμάκραινε, η νύκτα έπεφτε πια γιά καλά και ο νέος είχε ήδη μπει στο μεγάλο χιονισμένο δάσος. Άρχισε να φοβάται... Τί έπρεπε να κάνη; Μέχρι τότε δεν τον έπαιρναν οι μεγάλοι μαζί τους και ήξερε πολύ καλά ότι το κυνήγι στο δάσος γινόταν ΜΟΝΟ την ημέρα.
<<Ένας αδελφός Μοναχός εζήτησε από τον Αββά Ησαΐα λόγο ψυχωφελή, και ο Αγιασμένος και σοφός Γέροντας, του αποκρίθηκε:
«Αν θέλης να ακολουθήσης τον Κύριό μας Ιησού Χριστό, να τηρής τους Λόγους Του!
Ο παλαιός άνθρωπος να ακολουθήση τον Κύριον και εις τον Σταυρό!
<<Ο κ. Δημήτριος Πανίτσας, κάτοικος Πατρών, μας αφηγείται το ακόλουθο περιστατικό, σχετικά με τον Άγιο γέροντα Γερβάσιο τον Παρασκευόπουλο:
«Ο πατέρας μου Χρήστος Πανίτσας, αγρότης, από το Μπεγουλάκι, διηγείτο ότι, το 1925 σε ηλικία 32 περίπου χρόνων είχε πάει να εξομολογηθή στον π. Γερβάσιο.
Όταν ο πατέρας μου είπε εις τον Γέροντα ότι βλασφημεί, ο π. Γερβάσιος του έδωσε μία χαστουκιά και ένα γερό κούνημα και ο πατέρας μου, προς στιγμήν, αντί σαν νέος ν’ αγριέψη, σχεδόν έχασε τις δυνάμεις του…
Μετά το κτύπημα, του είπε ο π. Γερβάσιος:
<<Κάποιος γέροντας αρρώστησε βαρειά και δεν ήθελε να λάβη τροφή...
Ο υποτακτικός του, γιά να τον ευχαριστήση, τον παρακάλεσε να του δώση ευλογία γιά να του ετοιμάση μία γλυκιά πίτα. Μπροστά στην επιμονή του υποτακτικού, υποχώρησε ο γέροντας και του επέτρεψε να του φτιάξη μία μικρή πίτα.
Από την βιασύνη του ο υποτακτικός, έκανε λάθος και αντί γιά μέλι έριξε στην πίτα λινέλαιο, που μεταχειρίζονταν στο εργόχειρό τους...
Ερώτησε κάποιος προσκυνητής, τον Άγιο Παΐσιο:
«Γέροντα, ο ψυχικός παράγων πόσο μπορεί να επηρεάση την σωματική υγεία;».
Και απάντησε ο Αγιασμένος Γέροντας:
«Όταν κανείς είναι ψυχικά καλά, ο σωματικός πόνος ελαφρώνει. Όταν δεν είναι καλά ψυχικά, η άσχημη ψυχική κατάστασι επιδεινώνει την υγεία του.
Πάρε έναν καρκινοπαθή που τον έχουν ξεγραμμένο οι γιατροί. Εάν πιστεύη εις τον Θεόν και βρεθή σε μία χαρούμενη πνευματική ατμόσφαιρα, μπορεί να ζήση περισσότερο, ενώ διαφορετικά μπορεί να λειώση από την στενοχώρια του και να σβήση μέσα σε λίγες εβδομάδες...
<<Ένα χειμωνιάτικο πρωϊνό, ο περίφημος ρουμάνος ασκητής Κλεόπας Ιλίε, ευρισκόταν εντός του Ιερού ενός Μοναστηριακού Ναού και εδιάβαζε γονατιστός την Ακολουθία της Θείας Μεταλήψεως. Μετά από λίγη ώρα, εισήλθε εις τον Ναό μία γυναίκα που είχε έλθη εις το Μοναστήρι από το βράδυ.
«Η γυναίκα, επροσκυνούσε όλες τις Εικόνες και έκανε παντού μετάνοιες», διηγείται ο π. Κλεόπας.
«Δεν εγνώριζε ότι ευρισκόμουν εις το Ιερό και την παρατηρούσα από την Ωραία Πύλη. Εκείνη, αφού επροσκύνησε τις Άγιες Εικόνες, γονάτισε εις το μέσον της Εκκλησίας, ύψωσε τα χέρια της και έλεγε από την καρδιά της αυτά τα λόγια:
«…Δίχως την τήρησι των Εντολών του Θεού, ο Θεός δεν μας εμφανίζεται, και καθώς δεν μας εμφανίζεται, είναι αδύνατον να θεολογήση επαξίως εκείνος που θεολογεί, ακόμη κι αν είναι μύριες φορές σοφός...
Με ένα λόγο, αυτός που προτίμησε την εκμάθησι της Θεολογίας, οφείλει από καθήκον να εξασκή την οδό της αρετής, την οποίαν μελλοντικώς θα διδάξη, και να ασκή χωρίς παρέκκλισι το υψηλό του επάγγελμα, δίχως να αποβλέπη ούτε στην επίτευξι της κούφιας ασήμαντης δόξας, ούτε σε κάποια κερδοσκοπικά μέσα, ούτε στον κορεσμό και την ικανοποίησι των παθών· και τότε θα δη τους αειθαλείς καρπούς του κηρύγματός του να υπερπληθύνωνται.
«Η ψυχή του αβάπτιστου ανθρώπου, μοιάζει με ένα κάρβουνο, που όσο και αν προσπαθήσης, δεν μπορείς να το ανάψης.
Η δε ψυχή του Βαπτισμένου ανθρώπου, μοιάζει με αναμμένο κάρβουνο!
<<Εις τας παραμονάς των Χριστουγέννων του έτους 1968, ο π.Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος διεπίστωσεν, εν τω εξομολογητηρίω αυτού ευρισκόμενος ότι, είχεν εις τας χείρας αυτού πεντήκοντα μόνον δραχμάς. Τα υπόλοιπα είχον ήδη δοθή εις πένητας.
Τότε διέκοψεν επ’ ολίγον την εξομολόγησιν και προσηυχήθη ούτως προς τον Κύριον:
«Κύριε διά την αγάπην Σου, εμοίρασα τα χρήματά μου εις τους πτωχούς. Εγώ δεν χρειάζομαι τώρα χρήματα. Αν όμως έλθουν γιά εξομολόγησι και άλλοι, που θα έχουν ανάγκη χρημάτων, πώς να τους αφήσω να φύγουν με άδεια χέρια; Στείλε μου λοιπόν χρήματα!».
Μετά την προσευχήν συνέχισε την εξομολόγησιν.
<<Έχω πολλές αρρώστιες, αλλά παρακάλεσα τον Άγιο Δαυΐδ να έχω τις δοκιμασίες αυτές, αλλά να μου δίνη υπομονή, και να μην είναι κάτι σοβαρό. Να μην έχω τίποτε ζάχαρο...
Να μπορώ να τρώω δύο φέτες ψωμάκι την ημέρα, γιατί φαγητά δεν τρώω. Με συγχωρείτε γιά τη φράσι μου, αλλά λίγο ψωμάκι το θέλω. Από μικρό παιδί έτρωγα πάντα το ψωμάκι. Τουλάχιστον να τρώω δύο φέτες ψωμάκι και λίγο νεράκι και τίποτε άλλο δεν θέλω!
Ε! Βοήθησε ο Άγιος και δεν έχω τίποτε το σοβαρό, μόνο αυτή την βραδυκαρδία. Αλλά δεν απελπίζομαι και λέγω: «Δόξα τω Θεώ!». Όταν τελειώση η προθεσμία μου, θα φύγω από αυτή την ζωή. Τουλάχιστον να είμασθε κοντά εις τον Θεόν και να μας βρη ο Θεός όπως θέλει!
«Όταν λ.χ. βλέπω έναν τυφλό, αισθάνομαι τον εαυτό μου ένοχο, διότι, αν είχα πνευματική κατάστασι, θα μπορούσα να τον θεραπεύσω. Ο Θεός μας έδωσε την δυνατότητα να γίνουμε άγιοι, να κάνουμε θαύματα, όπως έκανε και Εκείνος!
Έτσι αναγνωρίζουμε την μεγάλη ή μικρή μας αρρώστια και ταπεινά ζητούμε την σωματική υγεία γιά τον συνάνθρωπό μας, ως ένοχοι γιά την αρρώστιά του!
Ο γέροντας Ζωσιμάς διηγήθηκε κάποτε το ακόλουθο περιστατικό:
«Άκουσα από κάποιον ενάρετο και διακριτικό Ηγούμενο, ότι στο Μοναστήρι του ζούσε ένας αδελφός, που πήγαινε συχνά στο σιδηρουργό της Μονής, και τον παρακαλούσε επίμονα να του φτιάξη σιδερένιες αλυσίδες. Ήθελε να τις τυλίξη στο σώμα του, κάτω από τα ρούχα, και με τη σωματική αυτή ταλαιπωρία να ευαρεστήση, όπως νόμιζε, τον Θεόν και να σώση την ψυχή του.
Όταν πια ο μοναχός-σιδηρουργός δεν μπορούσε να του το αρνήται περισσότερο, επήγε στον Ηγούμενο και του αποκάλυψε την πρόθεσι του αδελφού.
<<Θα σημειώσω ένα από τα πολλά χαρακτηριστικά πού είδα ιδίοις όμμασι στον π.Εφραίμ τον Κατουνακιώτη, τον Αριστέα Αυτόν της νοεράς αθλήσεως:
«Όταν κάποτε έφευγα από το Ησυχαστήριό Του και τον χαιρετούσα, μου ζήτησε να ταχυδρομήσω ένα γράμμα, στον φάκελο του οποίου έγραφε εκείνη την στιγμή, την σύστασι. Ενώ όμως έγραφε, ετελείωσε το στυλό Του και του προσέφερα αμέσως το δικό μου γιά να ολοκληρώση. Όταν τελείωσε, καμάρωσε το μολυβάκι μου, γιατί τάχα έγραφε πολύ καλά.
Τότε, του είπα να το κρατήση γιά δικό Του.
Αυτός δεν εδέχθη, αλλά μου είπε να Τού αγοράσω ένα παρόμοιο μολύβι.
«Μην αμελητε ποτέ την προσευχή.
Στο τραπέζι, το πρωΐ, το απόγευμα, το βράδυ.
Ιδιαιτέρως μην παραλείπετε το Απόδειπνο, γιά κανένα λόγο. Όσο απασχολημένοι και κουρασμένοι αν είσθε. Είναι ζήτημα αυτοθυσίας και κυρίως αγάπης!
Στο τέλος κάθε αιτήματός μας να λέμε:
Ερώτησε κάποιος προσκυνητής, τον Άγιο Παΐσιο:
«Γέροντα, εάν κάποιος έχη μιά βαρειά αρρώστια και αποφασίση να αφεθή εις τον Θεόν, θα κάνη καλά;».
Και απάντησε ο αγιασμένος γέροντας:
«Άμα δεν έχη υποχρεώσεις, ό,τι θέλει κάνει.
Άμα όμως έχη υποχρεώσεις, αυτό θα εξαρτηθή και από τους άλλους.
Και εγώ επήγα στον γιατρό, “άκων και μη βουλόμενος”... Εάν δεν επήγαινα, γιά εκείνη την “απλή εξέτασι” που είπε ο γιατρός, θα έκλεινε τελείως το έντερο. Οπότε θα έπινα μόνο λίγα υγρά και μετά πάει..., θα ετελείωναν όλα. “Μία απλή εξέτασι”, μου είπε, και μπήκα σε έναν τέτοιο κύκλο... Αξονικές από εδώ, καρδιολόγος από εκεί, τώρα τα λευκά αιμοσφαίρια κατέβηκαν, τώρα ανέβηκαν, κοψίματα, μπαλώματα... Και τελικά τί βγήκε; Όπως πάω, θα καθήσω εδώ...
Συνήθως λέμε:
<<Μόλις ακουσθή η καμπάνα, φτερά εις τα πόδια και όλοι εις την Εκκλησιά!
Το κάνουμε;
Όχι.
Που πάνε οι άνθρωποι;
Εμένα ρωτάτε;
Αντέστε την Κυριακή το πρωΐ εις τα πρακτορεία, στους σταθμούς, στην εθνική οδό, στα λιμάνια, να δήτε που πάει ο κόσμος, κοπάδια-κοπάδια… Άλλοι στις παραλίες γιά μπάνια, ανακατεμένοι άντρες-γυναίκες, άλλοι στα βουνά γιά ορειβασία, άλλοι στα καρτέρια γιά κυνήγι… Όλοι πάνε να διασκεδάσουν.
Και οι Εκκλησιές την Κυριακή αδειανές...
Εάν όμως έλθη στο χωριό κινηματογράφος, αν έλθη αρκουδιάρης, αν γίνη γλέντι και χορός, τότε και η κουτσή γριά θα πάη να δη εκείνα τα άπρεπα…
Κτυπάει καμπάνα;
«Στου κουφού την πόρτα όσο θέλεις κτύπα»…
Στη Μικρά Ασία, καμπάνες δεν υπήρχαν, ο Τούρκος δεν επέτρεπε. Και χωρίς καμπάνες οι Εκκλησιές ήταν γεμάτες! Κανείς δεν απουσίαζε· μόνο λεχώνες και άρρωστοι έμεναν στα κρεβάτια! Αγιασμένα χρόνια!
<<Έλεγε ο γέροντας Αμβρόσιος ο Λάζαρης ότι:
«Το Απόδειπνο είναι μία ομπρέλα, η όποια ανοίγει και σκεπάζει όλη την οικογένεια από τα κακά πνεύματα πού υπάρχουν τη νύκτα, ότι απωθεί τους κλέπτες και θωρακίζει ο Θεός την οικογένεια μέσα στο ίδιο της το σπίτι».
Σε κάποια γυναίκα, είχε επιμείνει όχι μόνο στην πρωϊνή προσευχή, τότε πού είμασθε ξεκούραστοι, αλλά και στη βραδινή, παρόλο που είχε προηγηθή η κόπωσι της ημέρας.
Της ετόνισε μάλιστα:
<<Η καθηγουμένη Αγνή, από την Άρτα, σχετικά με την φιλοξενία, την ανεξικακία και την ελεημοσύνη του Αγίου Ιερωνύμου του Σιμωνοπετρίτου, διηγείται το εξής περιστατικό, γιά δύο κατά σάρκα αδέλφια, τον Γεώργιο και τον Λουκά, οι οποίοι μετά έγιναν μοναχοί:
«Αυτοί, ζούσαν εδώ κοντά στο Μετόχι της Αναλήψεως εις τον Βύρωνα της Αθήνας, ήταν σαν μιά πνευματική οικογένεια, μαζί με τον Γέροντα Ιερώνυμο. Ο Άγιος, μάλιστα, τους είχε αναθέσει και καλλιεργούσαν τον τόπο. Δεν υπήρχαν τότε σπίτια, ήταν έρημος ο τόπος, και έτσι υπήρχαν χωράφια πού καλλιεργούσαν. Εδώ στην αυλή του Μετοχίου, καλλιεργούσαν κρεμμύδια και σκόρδα. Δεν υπήρχαν τα πεύκα πού βλέπουμε σήμερα. Αυτά φυτεύθηκαν μετά.
Είχε λοιπόν έλθη ο καιρός, να μαζέψουν τα σκόρδα και τα κρεμμύδια.
Όταν πήγαν το πρωΐ, ευρήκαν έναν άνθρωπο μ’ ένα γαϊδουράκι φορτωμένο με τα σκόρδα και τα κρεμμύδια τους.
Τον επήραν τότε, και του λένε:
<<…Αν λοιπόν τα παθαίνεις αυτά επειδή έχεις αμαρτήσει, υπενθύμισε στον εαυτό σου την μέλλουσα κόλασι και το αιώνιο πυρ και τις καταδικαστικές ποινές, και δεν θα ολιγοψυχήσης γι’ αυτά που σου συμβαίνουν. Θα χαρής, διότι ενδιαφέρθηκε ο Θεός γιά ᾽σένα και έχε στο στόμα σου το γλυκύτατο εκείνο ρητό:
«Παιδεύων ἐπαίδευσέ με ὁ Κύριος καὶ τῷ θανάτῳ οὐ παρέδωκέ με» (Ψαλμ.ΡΙΖ΄18΄)!!!
Αν ήσουν σαν το σίδερο, γνώριζε πως μόνο με τη φωτιά διώχνεις τη σκουριά!
Αν πάλι είσαι ασθενής, ενώ είσαι δίκαιος, μάθε πως ανεβαίνεις σε ακόμη υψηλότερα μέτρα! Και αν ακόμη είσαι χρυσάφι, με τη φωτιά γίνεσαι γνησιότερος!;
Μήπως όμως σου δόθηκε σατανικός άγγελος, να βασανίζη τη σάρκα σου;
Να αγαλλιάσης τότε από χαρά!
Άκου, λοιπόν, με ποιόν εξωμοιώθηκες: Έχεις αξιωθή της μερίδας του Αποστόλου Παύλου!
Απόσπασμα εκ κηρύγματος (τού π.Ιωήλ):
«Δύο ειδών αγαθά υπάρχουν, υλικά και πνευματικά.
Εμείς, εις μεν τα υλικά βλέπομε όχι τί έχομε, αλλά τί μας λείπει... Ενώ εις τα πνευματικά βλέπομε όχι τί μας λείπει, αλλά τί έχομε...
Όχι, αδελφέ μου, έτσι!
<<Σας συμβουλεύω να εφαρμόσετε τους παρακάτω κανόνες:
* Κάθε στιγμή να περιμένετε κάποια δοκιμασία. Και όταν έρχεται, να την υποδέχεσθε ως ευπρόσδεκτο επισκέπτη!
* Όταν συμβαίνη κάτι αντίθετο εις το θέλημα σας, κάτι που σας προκαλεί πίκρα και ταραχή, να συγκεντρώνετε γρήγορα την προσοχή σας εις την καρδιά και ν’ αγωνίζεσθε με όλη σας την δύναμι, με βία και προσευχή, ώστε να μην γεννηθή οποιοδήποτε δυσάρεστο και εμπαθές αίσθημα μέσα σας. Αν δεν επιτρέψετε τη γέννησι τέτοιου αισθήματος, τότε όλα τελειώνουν καλά! Διότι κάθε κακή αντίδρασι ή ενέργεια, με λόγια ή με έργα, είναι συνέπεια και επακόλουθο αυτού του αισθήματος!
<<Ο Γιάννης επισκέφθηκε μία και μόνη φορά τον Άγιο Παΐσιο εις το Άγιον Όρος. Δεν μπορούσε να πάη άλλη φορά, διότι επρόσεχε τον ασθενή θείο του...
Μόλις επήγε εις τας Καρυάς, δεν ήξερε πώς να φθάση εις το κελλί του Αγίου Παϊσίου εις την Παναγούδα... Ερώτησε λοιπόν, και άρχισε να κατηφορίζη προς την Ιερά Μονή Κουτλουμουσίου. Μετά από κάποιο σημείο εμπλέχθηκε και εχάθηκε... Τότε, ξαφνικά, εμφανίσθηκε μπροστά του ένας γάτος και άρχισε να προπορεύεται του Γιάννη!