Τετάρτη 4 Μαρτίου 2020

Ο ΠΡΩΤΟΣΥΓΚΕΛΟΣ ΒΙΚΕΝΤΙ ΜΑΛΑΟΥ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ ΤΟΥ ΣΕΚΟΥ.

Η ζωή του π. Βικεντίου φάνηκε ήδη από την αρχή της πως ήταν ευλογημένη από τον Θεό. Στα χίλια οκτακόσια ενενήντα τέσσερα, οι γονείς του και τα τρία τους παιδιά απαρνήθηκαν τον κόσμο και όλα τα γήΐνα και πήγαν να υπηρετήσουν τον Χριστό. Ο γιός έφυγε μαζί με τον πατέρα του για το Άγιον Όρος και, αφού έμεινε εκεί δόκιμος γιά δέκα χρόνια πλάϊ σε έμπειρους Μοναχούς, γύρισε πίσω στη χώρα του και εγκαταστάθηκε στη μονή Σέκου.
Το 1912, ενδύθηκε το Μοναχικό σχήμα και τρία χρόνια αργότερα χειροτονήθηκε Ιερέας. Όμως, δεν είναι εύκολο να μιλήσει κανείς γιά τον βίο του ως Μοναχού και γιά τις δοκιμασίες στις οποίες υποβλήθηκε. 0 Ιερομόναχος Βικέντιος εκδηλώθηκε από την αρχή της μετάνοιάς του αδυσώπητος προς τον εαυτό του με νηστεία συνεχή, προσευχή αδιάκοπη και αγρυπνία κάθε βράδυ.
        Εγκρατευόταν από τροφή γιά τριήμερα συνεχόμενα και νήστευε όχι μόνο κατά τις τέσσερις περιόδους νηστείας του έτους, αλλά και κάθε μέρα, τρώγοντας λίγο μόνο από τα παρατιθέμενα φαγητά. Και κανείς δεν γνώριζε πόσο σκληρές ήταν αυτές οι στερήσεις, διότι δεν άγγιζε την τροφή (λες και είχε φάει μόλις πριν από λίγο, αν και ήταν τελείος νηστικός!!) παρά μόνο έπειτα από πιεστικές παρακλήσεις των μοναχών. Έκανε μιά νηστεία πράγματι βασιλική και κρυμμένη από τα μάτια των ανθρώπων.
Δικαιολογημένα θα έλεγε κανείς πως ο π. Βικέντιος δεν χόρταινε ποτέ την πείνα του στην τράπεζα. Αντιθέτως, έτρεφε καθημερινά πολυάριθμους πεινασμένους, πτωχούς και ταξιδευτές, γιατί δεν υπήρξε ποτέ κανείς κοινοβιάτης Μοναχός πιο φιλεύσπλαχνος απ' αυτόν σ' όλα τα Μοναστήρια της Μολδαβίας.
Δεν φύλαγε τίποτε μέσα στο κελί του, δεν κρατούσε τίποτε γιά τον εαυτό του, τα μοίραζε όλα: Τροφή, χρήματα, ρούχα, ασπρόρουχα, δώρα που είχε λάβει, ακόμη και τα προσευχητάριά του. Και όταν δεν είχε πιά τίποτε, δανειζόταν απ' αυτούς που είχαν και έδινε απλόχερα σε όλους. Αφού απεκδύθηκε όλα τα υλικά πράγματα, ο π. Βικέντιος έγινε ο προστάτης των απόκληρων της ζωής και ο ασυναγώνιστος σύμβουλος Μοναχών και λαϊκών. Μαζί με την ελεημοσύνη σκόρπιζε και τη χαρά της ψυχής του, τα σοφά του λόγια, την ευλογία του, τις προσευχές του και όλο τον έρωτα της καρδιάς του.
Ο πρωτοσύγκελος Βικέντιος ονομάσθηκε πατέρας της χαράς και της εν Χριστώ αγάπης, γιατί χαμογελούσε πάντα στον καθένα, δεχόταν τον οποιονδήποτε και ποτέ δεν προσευχόταν γιά όλους χωρίς να χύνει δάκρυα. Γι' αυτό, και πολλοί άρρωστοι θεραπεύονταν χάρις στις προσευχές του. Ως πνευματικός πατέρας και εξομολόγος πετύχαινε όπως κανείς άλλος να αλλάζει τη θέληση και την εσωτερική ζωή του καθενός.
Δεν επέβαλε αυστηρούς κανόνες, αν και ο ίδιος ζούσε σκληρή ασκητική ζωή. Γι' αυτό και όλοι τον αναζητούσαν και τον ήθελαν. 0 π. Βικέντιος δεν ακολουθούσε κανένα άκαμπτο πρόγραμμα, αλλά συμμορφωνόταν με τη διάθεση του πλησίον. Τη νύχτα όμως, όταν κανείς δεν τον έβλεπε, έστρεφε τη σκέψη του προς τον εαυτό του υποβάλλοντάς τον σε σκληρές δοκιμασίες.
Το κελί του ήταν από τα πιο απογυμνωμένα. Δεν κοιμόταν ποτέ σε κρεβάτι, ούτε και σε καρέκλα, ξεκουραζόταν μισοκοιμώμενος στα γόνατα. Ασκείτο επίσης με πολλή επιμέλεια και στην ευχή του Ιησού. Κάθε νύκτα έκανε μέχρι και χίλιες μετάνοιες, ενώ έκανε δύο χιλιάδες φορές το σημείο του Σταυρού. Όταν καμιά φορά κατακλύζονταν από τους επισκέπτες, κρυβόταν μέσα στο δάσος γιά να προσευχηθή.
Στα 1927, ο Μοναχός Βικέντιος διορίσθηκε πνευματικός-εξομολόγος της μονής Αγάπια. Δώδεκα χρόνια αργότερα έφυγε, ως ιεραποστολικός ιερέας, στην επαρχία του Βανάτου. Παρέδωσε την ψυχή του στον Κύριο, κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού του 1945, στο Μοναστήρι του Βασίοβα και χιλιάδες άνθρωποι θρήνησαν την τελευτή του.
Το 1953, τα οστά του π. Βικεντίου μεταφέρθηκαν στη Μονή του Σέκου. Τα δύο του χέρια βρέθηκαν άθικτα!!!




Το 1923, κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, ο π. Βικέντιος, Ηγούμενος της Μονής Σέκου, άσπριζε με ασβέστη την Εκκλησία. Μιά ωραία πρωΐα κάποιοι άνθρωποι μορφωμένοι ήλθαν στην αυλή της Μονής και ρώτησαν έναν Μοναχό:

«Πού είναι ο Ηγούμενος αυτού του αγίου τόπου; Έχουμε κάτι να συζητήσουμε μαζί του».

«Νάτον, εκεί πάνω στις σκαλωσιές. Ασχολείται με την επιδιόρθωση της Εκκλησίας».

«Αυτός είναι ο Ηγούμενος του Μοναστηριού;», ερώτησαν με θαυμασμό και έκπληξη!!




Ένας αδελφός της Μονής, που είχε πρόσφατα καρεί Μοναχός, ερώτησε τον εξομολόγο του τι πρέπει να κάνει γιά να σώσει την ψυχή του. 0 π. Βικέντιος, που ήταν ο εξομολόγος του, του απάντησε:

«Ακούστε, πάτερ μου, προσπαθήστε να κάνετε όλα αυτά γιά τα οποία δώσατε υπόσχεση και χωρίς αμφιβολία θα σωθήτε».

«Όμως, Άγιε Ηγούμενε, το Μοναχικό Πολίτευμα με κάνει να τρέμω από τον φόβο μου».

«Μην φοβάσθε! Πιστέψτε ότι, λάβατε το Πνεύμα το Άγιο. Αρχίστε να εργάζεσθε σιγά-σιγά και θα πάτε μακριά. Προσπαθήστε πρώτα να 'χετε καθαρή συνείδηση, με τη δύση του ηλίου τίποτε να μην σας ελέγχει. Στη συνέχεια, κρατήστε τον νου σας μακριά από κάθε ακάθαρτη σκέψη, κάντε υπακοή με προθυμία και επαναλαμβάνετε συνεχώς το "Κύριε Ιησού...". Κάντε τουλάχιστον αυτά και θεωρώ πως θα σωθήτε. Ακούστε, αγαπητό μου παιδί, αυτά που σας λέει ο Πατέρας σας και δεν θα πλανηθήτε. Μ' αυτό τον τρόπο καλλιεργεί κανείς τον αγρό της ψυχής».





Ένα άλλο πνευματικό του τέκνο τον ερώτησε:

«Άγιε Ηγούμενε, τι πρέπει να κάνω γιά να εξασφαλίσω τη σωτηρία μου;».

«Να τι πρέπει να κάνετε: Να εξομολογείσθε όσο πιο συχνά γίνεται τις αμαρτίες και τις σκέψεις σας να τηρείτε πιστά τον κανόνα του Μοναστηριού και τον προσωπικό κανόνα μετανοίας σας, να λέτε αδιάκοπα την ευχή του Ιησού, να αγαπάτε τη μοναξιά και να προφυλάσσεσθε από το να ακούτε, να βλέπετε, να επιθυμείτε και να κρίνετε δικαίως ή αδίκως. Να θεωρείτε ότι όλοι οι άνθρωποι γιά σας είναι άγιοι. Κάντε τον κόπο να τηρείτε όλα αυτά με αγάπη και θα ζήσετε...»!!





0 π. Βικέντιος προσεκαλείτο ενίοτε σε γεύμα μετά από κηδεία. Δεχόταν ευχαρίστως την πρόσκληση, πήγαινε στο τραπέζι, έλεγε την προσευχή και όλοι κάθονταν να φάνε. Αυτός, αφού έβαζε στο στόμα του τρεις μικρές μπουκιές και έφερνε μόλις στα χείλη του το ποτήρι με το κρασί έλεγε:

«Ευλογητός ο Θεός! Τι καλά που έφαγα! Ο Θεός να συγχωρήσει τον αποθανόντα!». «Μα φάτε και εσείς κάτι πάτερ μου».

«Αρκεί αυτό, με συγχωρείτε, φεύγω γιατί ο Χριστός με περιμένει στο κελί μου».

Και αμέσως έφευγε!!




Μιά φορά, έφθασε στον Γέροντα ένας άνθρωπος πολύ ταραγμένος και του είπε:

«Πάτερ μου, ο γείτονάς μου δεν παύει να μου προκαλεί στενοχώριες. Δεν μπορώ άλλο να το ανεχθώ. Θέλω να εκδικηθώ. Πες μου τι πρέπει να κάνω».

«Αδελφέ μου, άκουσε αυτή τη συμβουλή. Μην στενοχωρήσεις άδικα τον πλησίον σου, γιατί δεν φταίει αυτός, αλλά ο δαίμονας. Γι' αυτό, μην κόψεις τον σύνδεσμο της αγάπης, που είναι το πιο πολύτιμο πράγμα στον κόσμο»!!





Όταν ήταν εξομολόγος στο Μοναστήρι της Αγάπια, οι Μοναχές ερχόντουσαν καμιά φορά στον π. Βικέντιο γιά να πάρουν τη συμβουλή του. Μια μέρα τον ερώτησαν:

«Πολυσέβαστε Γέροντα, κάποιες γνωστές μας λαϊκές ήλθαν να μας δουν. Μας επιτρέπετε να τις φιλοξενήσουμε;».

«Αδελφές μου, ακούστε και ακολουθήστε τη συμβουλή του π. Βικεντίου: Μη δέχεσθε ούτε γιά μία ώρα λαϊκές μέσα στο κελί σας!! Να τις δέχεσθε αποκλειστικά, μόνο μέσα στα διαμερίσματα που είναι γιά τους επισκέπτες του Μοναστηριού. Το κελί είναι ο Ναός του Μοναχού, είναι ένας τόπος δακρύων και δοκιμασιών, ένα δωμάτιο μυστικό, όπου συναντά κανείς τον Χριστό μέσω της προσευχής. Οι λαϊκοί, όμως, διώχνουν τα δάκρυα του κοινοβιάτου, γιατί σβήνουν το φως της μυστικής προσευχής. Οι φλυαρίες με τους κοσμικούς ταράσσουν τον νου και απομακρύνουν τον Χριστό από την καρδιά του Μοναχού.





          0 π. Βικέντιος έδινε ελεημοσύνη ό,τι είχε, ακόμη και το πουκάμισο που φορούσε, τα παπούτσια και το ράσο του. Όταν πια δεν του έμενε τίποτε να δώσει, άφηνε τους ανθρώπους να περιμένουν στο Μοναστήρι και πήγαινε τρέχοντας στις Μοναχές της Μονής, χτυπούσε την πόρτα τους και παρακαλούσε:

«Αδελφές , ο Χριστός ήλθε στο σπίτι μου και δεν έχω τίποτε να του προσφέρω ελεημοσύνη. Σας παρακαλώ, δανείσθε μου εκατό λέϊ, και, όταν πάρω τον μισθό αυτού του μηνός, θα σας τα επιστρέψω».

«Ορίστε, πάρτε εκατό, λέϊ πάτερ μου. Μας τα είχαν δώσει γιά να αγοράσωμε ενδύματα».

Στο τέλος όμως του μηνός, δεν του έφθαναν να ξεπληρώσει τα χρέη του, γιατί δάνειζε πάνω από τον μισθό του, μέχρι και το τριπλό από τις μηνιαίες αποδοχές του.

Οι Μοναχές, βλέποντας πόσο μεγάλη ήταν η ελεημοσύνη του, αρνούνταν να πάρουν πίσω τα χρήματα που του είχαν δανείσει λέγοντας:

«Πάτερ Βικέντιε, μη μας επιστρέψετε τα λέϊ. Θέλουμε κι εμείς να ελεήσουμε τον Χριστό!».





Συχνά ο π. Βικέντιος επαναλάμβανε τα εξής:

«Ακούστε, Πάτερ. Εάν δεχθήτε κάτι σήμερα, σήμερα πρέπει να το μοιρασθείτε. Μην κρατάτε τίποτε γιά την επόμενη μέρα, ούτε χρήματα, ούτε ψωμί, ούτε δύο ενδύματα, διότι ο Χριστός είναι αυτός που θα φροντίσει γιά σας και την επομένη ».


Πηγή: Μικρό Γεροντικό της Μολδαβίας (Εν Πλω)