<<Ο παπά-Παναγής ο Μπασιάς, είχε βαπτίσει την αδελφή του Σπύρου Μηνιάτη, η οποία ονομαζόταν Ρουμπίνη. Αυτή η γυναίκα είχε παντρευθή σ’ ένα χωριό της Θηνιάς. Ο άνδρας της ήτο σκληρός και πολύ βάναυσος, και μάλιστα την κακομετεχειρίζετο...
Ένα μεσημέρι, η οικογένεια του Σπύρου, εκάθητο εις το τραπέζι και έτρωγαν. Ξαφνικά, βλέπουν εμπρός τους τον παπά-Παναγή, τον οποίον δεν περίμεναν, και λέγει εις τον Σπύρον:
«Ε! Τί κάθεσαι; Tην αδελφή σου Ρουμπίνα, αυτή την στιγμή, ο άνδρας της την δέρνει σκληρότατα... Και δεν φθάνει αυτό, αλλά της έσπασε και το χέρι της... Και το χειρότερο, έκαμε το στεφάνι της κομμάτια…»!
Και σκυφτός όπως ήτο ο παπά-Παναγής, λέγει πάλι:
«Αλλά, ο πρώτος γάμος είναι Μυστήριο, ακούς;» και φεύγει γρήγορα.
Τότε ο Σπύρος, λυπήθηκε που άκουσε τα λόγια του γέροντα, ότι υποφέρει η αδελφή του. Σηκώνεται αμέσως, ετοιμάζει το μουλάρι του και φεύγει να προφθάση (όσο μπορούσε το κακό και να διαπιστώσει) τί γίνεται στο σπίτι της αδελφής του.
Έφθασε εις το χωριό και επήγε κατ’ ευθείαν εις το σπίτι. Όταν τον είδε η αδελφή του τον εδέχθηκε με χαρά και τον ερωτά. Πώς αδελφέ τέτοια ώρα μεσημέρι, με αυτή την μεγάλη ζέστη (ήτο Ιούλιος μήνας), ξεκίνησες γιά το χωριό μας;
Ο Σπύρος την ερώτησε:
«Ρουμπίνη που είναι ο άνδρας σου;».
«Αχ, Σπύρο μου, είχε ξενύχτι απόψε εις την δουλειά του και εκουράσθηκε. Έτσι εβγήκε έξω, να συναντήση κανένα χωριανό να του περάση η ώρα», απαντά η Ρουμπίνη.
«Καλά, το χέρι σου, τί έχει;», ερωτά εκείνος, βλέποντας το κτυπημένο χέρι της.
«Αδελφέ μου, αυτές οι προβατίνες όταν πρόκειται να βγουν έξω από την μάνδρα, κάνουν πολλά πηδήματα και με έσπρωξαν και έπεσα, μα δεν έχω τίποτε... Έλα τώρα, πάμε επάνω εις το σπίτι να ξεκουρασθής και το απόγευμα φεύγεις με την δροσιά».
Επήγαν εις το σπίτι και ο Σπύρος αμέσως εκοίταξε εις τα εικονίσματα. Τα λόγια του παπά-Παναγή του Μπασιά ήταν συνέχεια εμπρός του, και λέει με απορία στην Ρουμπίνα:
«Πού είναι τα στεφάνιά σου; Δεν τα βλέπω».
Η Ρουμπίνα, γυναίκα καλή, δεν ήθελε να διαλύση το σπιτικό της! Αμέσως δικαιολογείται και λέγει:
«Σπύρο μου, με τις δουλειές μου, είχα καιρό να τα ξεσκονίσω, και τα κατέβασα να τα καθαρίσω».
Η γυναίκα, ήθελε να κρύψη τα φερσίματα του άνδρα της και να μη φανερώση την αλήθειαν. Αλλά ο αδελφός της μόλις άκουσε τις δικαιολογίες της, λέγει:
«Σήκω, να φύγουμε... Ο άνδρας σου είναι σκληρός και σε βασανίζει... Σε επισκέφθηκα, διότι ήλθε ό νονός σου, ο παπά-Μπασιάς, και μου τα είπε όλα. Έλα μαζί μου, η ζωή σου θα είναι μαρτύριο».
Η Ρουμπίνα, γυναίκα λογική, εγνώριζε ότι πρέπει να υπομένη, γιά να μη διαλύση τον γάμο της, και λέγει στον αδελφό της:
«Όταν ο Θεός προστάζη, πρέπει να τα υπομένω όλα! Θα ζήσω, όπως το θέλη ο Θεός!». Και έτσι έφυγε ο αδελφός της, έχοντας πάντα μπροστά του, τα λόγια του γέροντα!>>!!
Ένα μεσημέρι, η οικογένεια του Σπύρου, εκάθητο εις το τραπέζι και έτρωγαν. Ξαφνικά, βλέπουν εμπρός τους τον παπά-Παναγή, τον οποίον δεν περίμεναν, και λέγει εις τον Σπύρον:
«Ε! Τί κάθεσαι; Tην αδελφή σου Ρουμπίνα, αυτή την στιγμή, ο άνδρας της την δέρνει σκληρότατα... Και δεν φθάνει αυτό, αλλά της έσπασε και το χέρι της... Και το χειρότερο, έκαμε το στεφάνι της κομμάτια…»!
Και σκυφτός όπως ήτο ο παπά-Παναγής, λέγει πάλι:
«Αλλά, ο πρώτος γάμος είναι Μυστήριο, ακούς;» και φεύγει γρήγορα.
Τότε ο Σπύρος, λυπήθηκε που άκουσε τα λόγια του γέροντα, ότι υποφέρει η αδελφή του. Σηκώνεται αμέσως, ετοιμάζει το μουλάρι του και φεύγει να προφθάση (όσο μπορούσε το κακό και να διαπιστώσει) τί γίνεται στο σπίτι της αδελφής του.
Έφθασε εις το χωριό και επήγε κατ’ ευθείαν εις το σπίτι. Όταν τον είδε η αδελφή του τον εδέχθηκε με χαρά και τον ερωτά. Πώς αδελφέ τέτοια ώρα μεσημέρι, με αυτή την μεγάλη ζέστη (ήτο Ιούλιος μήνας), ξεκίνησες γιά το χωριό μας;
Ο Σπύρος την ερώτησε:
«Ρουμπίνη που είναι ο άνδρας σου;».
«Αχ, Σπύρο μου, είχε ξενύχτι απόψε εις την δουλειά του και εκουράσθηκε. Έτσι εβγήκε έξω, να συναντήση κανένα χωριανό να του περάση η ώρα», απαντά η Ρουμπίνη.
«Καλά, το χέρι σου, τί έχει;», ερωτά εκείνος, βλέποντας το κτυπημένο χέρι της.
«Αδελφέ μου, αυτές οι προβατίνες όταν πρόκειται να βγουν έξω από την μάνδρα, κάνουν πολλά πηδήματα και με έσπρωξαν και έπεσα, μα δεν έχω τίποτε... Έλα τώρα, πάμε επάνω εις το σπίτι να ξεκουρασθής και το απόγευμα φεύγεις με την δροσιά».
Επήγαν εις το σπίτι και ο Σπύρος αμέσως εκοίταξε εις τα εικονίσματα. Τα λόγια του παπά-Παναγή του Μπασιά ήταν συνέχεια εμπρός του, και λέει με απορία στην Ρουμπίνα:
«Πού είναι τα στεφάνιά σου; Δεν τα βλέπω».
Η Ρουμπίνα, γυναίκα καλή, δεν ήθελε να διαλύση το σπιτικό της! Αμέσως δικαιολογείται και λέγει:
«Σπύρο μου, με τις δουλειές μου, είχα καιρό να τα ξεσκονίσω, και τα κατέβασα να τα καθαρίσω».
Η γυναίκα, ήθελε να κρύψη τα φερσίματα του άνδρα της και να μη φανερώση την αλήθειαν. Αλλά ο αδελφός της μόλις άκουσε τις δικαιολογίες της, λέγει:
«Σήκω, να φύγουμε... Ο άνδρας σου είναι σκληρός και σε βασανίζει... Σε επισκέφθηκα, διότι ήλθε ό νονός σου, ο παπά-Μπασιάς, και μου τα είπε όλα. Έλα μαζί μου, η ζωή σου θα είναι μαρτύριο».
Η Ρουμπίνα, γυναίκα λογική, εγνώριζε ότι πρέπει να υπομένη, γιά να μη διαλύση τον γάμο της, και λέγει στον αδελφό της:
«Όταν ο Θεός προστάζη, πρέπει να τα υπομένω όλα! Θα ζήσω, όπως το θέλη ο Θεός!». Και έτσι έφυγε ο αδελφός της, έχοντας πάντα μπροστά του, τα λόγια του γέροντα!>>!!
Πηγή Κειμένου: «Άγιος Παναγής Μπασιάς» Πρωτ. Κων/νου Γκέλη