Ο Μυστράς, γνωστός και ως Μυζηθράς (στο Χρονικόν του Μορέως), ήταν μία οχυρωμένη ελληνική πόλη. Ευρίσκεται στον Ταΰγετο, κοντά στην αρχαία Σπάρτη. Ο Μυστράς υπήρξε πρωτεύουσα του Βυζαντινού Δεσποτάτου του Μορέως τον 14ο και τον 15ο αιώνα, βιώνοντας μία περίοδο ευημερίας και πολιτιστικής άνθησης. Η περιοχή παρέμεινε κατοικημένη καθ' όλη τη διάρκεια της οθωμανικής περιόδου, αλλά εσφαλμένα θεωρήθηκε από τους δυτικούς ταξιδιώτες ότι ήταν η αρχαία Σπάρτη. Τη δεκαετία του 1830, εγκαταλείφθηκε και κτίσθηκε η νέα πόλη της Σπάρτης, περίπου 8 χιλιόμετρα ανατολικά.
Η ιστορία, «της νεκρής πολιτείας» σήμερα, του Μυστρά, αρχίζει από τα μέσα του 13ου αιώνα, όταν ολοκληρώθηκε η κατάκτηση της Πελοποννήσου από τους Φράγκους. Το 1249, ο πρίγκιπας των Φράγκων Γουλιέλμος Β΄ Βιλλεαρδουίνος έκτισε ισχυρό τείχος και κάστρο στην ανατολική πλευρά του Ταϋγέτου, στην κορυφή ενός υψώματος με απότομη και κωνοειδή μορφή, που λεγόταν Μυστράς ή Μυζηθράς.
Το όνομα Μυστράς ή Μυζηθράς προϋπήρχε της ιδρύσεως του κάστρου και ήταν η ονομασία με την οποία αποκαλούσε το βουνό ο τοπικός πληθυσμός πριν από το 1249. Η ονομασία σχετίζεται με τη μυζήθρα και, σύμφωνα με ωρισμένους ιστορικούς, συνδέεται με το σχήμα του βουνού. Κατ' άλλους, προέρχεται από το Μυζηθράς, το οποίο αποδίδεται στον κύριο της περιοχής (ως όνομα ή ως επάγγελμα).
Η οχύρωση του βουνού και η μετεξέλιξη του Μυστρά, κατά τους επόμενους δύο αιώνες (ύστερη βυζαντινή περίοδος), σε ισχυρό πολιτικό, στρατιωτικό, πνευματικό και καλλιτεχνικό κέντρο συνδέεται με την κατάλυση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας από τη Δ΄ Σταυροφορία (1204). Μετά από αυτή μετατοπίσθηκε το ενδιαφέρον του Βυζαντίου, προς τις δυτικές επαρχίες του. Η αλλαγή συνδέεται και με την εμπορική διείσδυση των ιταλικών πόλεων (Βενετίας, Γένοβας, Πίζας κ.ά.), η οποία αναβάθμισε τη σημασία των εμπορικών κέντρων και των ναυτικών σταθμών της Πελοποννήσου.
Στην Πελοπόννησο οι Φράγκοι εγκαταστάθηκαν το 1204, έχοντας ως ηγέτη τους τον Γοδεφρείδο Βιλλεαρδουίνο, ο οποίος και ίδρυσε το πριγκιπάτο της Αχαΐας (ή Μορέως).
Ο Μυστράς, ένα απομονωμένο βουνό, ύψους 634 μ., ανήκει στον ορεινό όγκο του Ταΰγετου και αποτελεί μία πολύ ισχυρή στρατηγική θέση. Το ιδιόμορφο ανάγλυφο του βουνού, με τα δύο πλατώματα στην κορυφή (όπου κτίσθηκε το κάστρο) και στη βόρεια ράχη (όπου βρίσκονται τα παλάτια και η πλατεία), οι απότομες και απρόκρημνες πλαγιές στη νότια και νοτιοανατολική πλευρά του, και η δυνατότητα εύκολης οχύρωσης των υπόλοιπων πλευρών, που ήθελε από εδώ να ελέγχει και τα ατίθασα σλαβικά φύλα της περιοχής (τους Μηλιγγούς), ήταν τα φυσικά πλεονεκτήματα αυτής της θέσης και ερμηνεύουν την επιλογή του Γουλιέλμου Β΄ Βιλλεαρδουίνου.
Το 1259, στη μάχη της Πελαγονίας, στην οποία συγκρούσθηκε το πριγκιπάτο της Αχαΐας με την αυτοκρατορία της Νικαίας, οι Φράγκοι ηττήθηκαν και ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Μιχαήλ Η´ Παλαιολόγος συνέλαβε τον Γουλιέλμο Β΄ Βιλλεαρδουίνο. Ο τελευταίος, γιά να εξασφαλίσει την απελευθέρωσή του, παραχώρησε στο Βυζάντιο τα κάστρα της Μεγάλης Μαΐνης, της Μονεμβασιάς και του Μυστρά.
Πηγή φωτογραφιών: Κώστας, Χαρούλα και Ειρήνη.
Πηγή κειμένου: el.wikipedia.org