Σάββατο 15 Ιουνίου 2024

ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΠΑΛΑΙΟΥ ΙΕΡΟΚΗΡΥΚΟΣ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ!!!

 

«Θα σου το πω, παιδί μου, γιά να ενισχυθής στην πίστη ότι ο Κύριος δεν εγκαταλείπει τους δικούς του, όταν αυτοί με απόλυτη εμπιστοσύνη στη στοργική Θεία Πρόνοιά Του, αφήνουν τους εαυτούς τους και τις οικογένειές τους, στα Χέρια Του!»!!

Με τούτα τα λόγια άρχισε ο πατήρ Ιωάννης να διηγείται σε πνευματικό του παιδί ένα περιστατικό από την ιερατική του ζωή και διακονία, όταν νέος ακόμα Αρχιμανδρίτης γυρνούσε τα χωριά του Θεσσαλικού κάμπου, ως ιεροκήρυκας της Μητροπόλεως:

«Πάνε χρόνια τώρα, αλλά το γεγονός αυτό δεν είναι δυνατόν να σβήσει μέσα μου. Είναι κάτι που θα το θυμούμαι σ’ όλη μου τη ζωή»!

Κι άρχισε να διηγείται:

<<Ήταν Κυριακή, Νοέμβρης μήνας, αν θυμάμαι καλά. Από τη Μητρόπολη μ’ έστειλαν να λειτουργήσω σ’ ένα ημιορεινό χωριό, κάπου στους πρόποδες του Κισσάβου. Ήξερα ότι εκεί εφημέριος είναι ένας πολύ ευσεβής ιερεύς, ο π. Εμμανουήλ. Τον έβλεπα κάπου-κάπου στις ιερατικές μας συνάξεις. Διακρινόταν γιά τη σεμνότητα και ευλάβειά του! Ήταν και πολύτεκνος οικογενειάρχης με πέντε παιδιά!

Έφθασα σχεδόν αχάραγα στο χωριό. Ο Ναός ήταν ανοικτός και ο π. Εμμανουήλ άναβε τα κανδήλια. Πώς έκανε που με είδε!

«Καλώς ήλθες, πάτερ μου, στο χωριό μας. Σήμερα θα ’χουμε Πατριαρχική Λειτουργία με την παρουσία σου!».

Το ’λεγε, και το πρόσωπό του φωτιζόταν.

Τί άνθρωπος!

Λειτουργήσαμε, λοιπόν, μαζί και ευχαριστήθηκα πολύ!

Συνδύαζε ο ιερεύς αυτός την απλότητα με κάποια, πώς να το πω, επισημότητα στη Θεία Λειτουργία! Μεγάλα πράγματα!

Όταν απολύσαμε, μου λέει με το φωτεινό του πρόσωπο:

«Πάτερ μου, δεν θα φύγεις. Σήμερα θα φάμε μαζί στο σπίτι. Ήδη η πρεσβυτέρα πήγε να ετοιμάσει το τραπέζι».

Δεν μπορούσα να αρνηθώ. Και μόνο ο τρόπος του με σκλάβωνε. Πήγα, λοιπόν, στο σπίτι του. Όλα πρόδιδαν εσχάτη πτωχεία. Δύο καμαρούλες όλες κι όλες, κι ένα καθιστικό, που ήταν και κουζίνα και τραπεζαρία μαζί… Τα παπαδοπαίδια, πέντε, όλα τους χαριτωμένα, γελαστά, πρόθυμα. Το μεγαλύτερο ως δεκάξι-δεκαεφτά χρονών. Το μικρότερο στην αγκαλιά της μητέρας. Τα δύο αγοράκια, αφού πήραν την ευχή μου και ζήτησαν την άδεια από τον πατέρα τους, βγήκαν έξω στην αυλή να παίξουν. Η μία από τις κόρες έψησε τον καφέ και τον έφερε σεβαστικά, να πιούμε με τον παπά-Μανώλη. Έπειτα ευγενικά αποσύρθηκε στο διπλανό δωμάτιο. Η άλλη, μικρότερη, έτρεχε πίσω από την μητέρα της.

Μου λέει τότε ο παπά-Μανώλης:

«Πάτερ Ιωάννη, όπως βλέπεις, πτωχεία μεγάλη έχουμε.

Αλλά Δόξα τω Θεώ!

Τίποτε δεν μας λείπει!

Όλα μας τα δίνει ο Αγαθός Θεός!

Μέρα-νύκτα Τόν ευχαριστούμε και Τόν δοξάζουμε!

Τί να σου πω;

Εγώ, πάτερ μου, συγκινούμαι πολύ με τις ευεργεσίες του Θεού στο σπίτι μας!

Έχουμε τέτοια χαρά εδώ μέσα, ένα γέμισμα νοιώθουμε, δεν μπορώ να σου το εξηγήσω!»!

Η Θεία Χάρις είναι, πάτερ μου, η Χάρις του Θεού! Αυτή δίνει αυτό το γέμισμα που λες, του απάντησα.

«Ναι, πάτερ. Αυτό είναι! Όπως το είπες! Η Χάρις!»!

Μου ’πε και άλλα γιά την ιερατική του διακονία στο χωριό, μέχρι που έφθασε η ώρα γιά το φαγητό. Η πρεσβυτέρα φώναξε τα παιδιά και όλοι ευρεθήκαμε γύρω από το τραπέζι. Στο τραπέζι υπήρχε μία ψωμιέρα στο κέντρο με μία λειτουργιά (πρόσφορο) από την Εκκλησία, και στον καθένα μπροστά ένα πιάτο μ’ ένα κεφτεδάκι μέσα...

Το δικό μου πιάτο, μάλιστα, είχε δύο κεφτεδάκια, τίποτε άλλο!

Είχα μείνει εμβρόντητος!

Το μικρότερο αγόρι είπε το «Πάτερ ημών». Εγώ ευλόγησα και ξεκινήσαμε να τρώμε…

Φάγαμε! Τί γεύμα ήταν εκείνο! Τί απόλαυση! Δεν μπορώ να σου πω, παιδί μου. Απόλαυση! Χαρά! Χορτασμός!

Χορτασμός; Ξέρεις τί χορτασμός; Σα να είχα φάει διπλή μερίδα απ’ ό,τι συνήθως τρώμε! Και όχι μόνο χορτασμός! Ένα... - πώς να το πω; - ένα γέμισμα! Αυτό που είπε ο π. Εμμανουήλ! Γέμισμα! Ευφροσύνη! Συγκίνηση! Πώς να το περιγράψω, δεν ξέρω!

Έκανα την ευχαριστία στο τέλος και καθώς τα παιδιά με κοίταζαν που έλεγα την προσευχή, τα μάτια τους είχαν μία τέτοια λάμψη, ζωηράδα, χαρά!

Τί να πω, παιδί μου. Ένα... γέμισμα!>>!!!

 

Πηγή κειμένου: orthodoxhporeiakaizwh