Μιά φορά το λιοντάρι το είχε ρίξει στον ύπνο, όταν ξαφνικά ο ποντικός πέρασε τρεχάτος πάνω από το σώμα του. Αμέσως το ζώο πετάχθηκε πάνω, άρπαξε τον εισβολέα και ήταν έτοιμο να τον κάνει μιά χαψιά.
Ο ποντικός, βάλθηκε βέβαια να εκλιπαρεί το θεριό: «Άφησέ με, άφησέ με να χαρείς!» και δήλωνε κιόλας ότι, θα του χρωστάει χάρι εάν του χαρίσει τη ζωή. Τότε το λιοντάρι έβαλε τα γέλια και άφησε τον ποντικό να φύγει.
Μετά από λίγο καιρό, κάποιοι κυνηγοί, συνέλαβαν και αιχμαλώτισαν το λιοντάρι, δένοντάς το με χονδρά σχοινιά πάνω σ’ ένα δένδρο. Το καϋμένο αντιδρούσε με πονεμένους βρυχηθμούς, που τους άκουσε ο ευεργετημένος ποντικός. Αμέσως, λοιπόν, έσπευσε εκεί και άρχισε λίγο-λίγο να ροκανίζει τα σχοινιά, γύρω-γύρω, μέχρι που ελευθέρωσε το παγιδευμένο ζώο!
«Βλέπεις;;», του είπε στο τέλος ο ποντικός. «Εσύ έβαλες τα γέλια τότε και δεν περίμενες ότι, ήταν ποτέ δυνατόν να κερδίσεις από μένα ανταμοιβή. Τώρα, όμως, φαντάζομαι, το κατάλαβες πιά ότι, ακόμη και ένα ποντίκι μπορεί να σου φανή απόλυτα χρήσιμο!»!
Μύθος του Αισώπου.
Το επιμύθιο, κατά τον Αίσωπο: «Ὁ λόγος δηλοῖ ὅτι, ἐν καιρῶν μεταβολαῖς καὶ οἱ σφόδρα δυνατοί, τῶν ἀσθενεστέρων ἐνδεεῖς γίνονται». (= Ο μύθος διδάσκει ότι: Άμα αλλάξουν οι περιστάσεις, ακόμη και οι πιο ισχυροί μπορεί να βρεθούν να έχουν την ανάγκη των ασθενέστερων)!