Ο σύγχρονος Γέρων Κούκσα
(1875-1964), αφού έζησε κάποια χρόνια στο Άγιον Όρος, εγκαταστάθηκε στην Κριμαία. Όταν ξέσπασε
η επανάσταση των Μπολσεβίκων, οι μοναχοί της Κριμαίας και τον Καυκάσου υπέστησαν
βάναυσους διωγμούς.
Οι στρατιώτες φόρτωσαν τον
Γέροντα Κούκσα και άλλους μοναχούς σ' ένα ατμόπλοιο για να τους πάνε στην
Ρωσία. Από εκεί τους εξόρισαν στην Σιβηρία, όπου εργάστηκαν για 25 χρόνια, όσοι,
φυσικά, κατάφεραν να επιζήσουν, γιατί οι περισσότεροι δεν μπόρεσαν ν' αντέξουν
το κρύο και την πείνα, ειδικά όταν κατασκεύαζαν
το κανάλι της Άσπρης Θάλασσας.
Όταν τελείωσε η κατασκευή, ο
Γέρων Κούκσα και μιά ομάδα φυλακισμένων οδηγήθηκαν στην Τάϊγκα (έρημος τόπος εκτάσεως
εκατοντάδων μιλίων μόνο με χιόνι και πυκνά δέντρα στα βάθη της Σιβηρίας). Ήταν
όλοι νηστικοί, πεινασμένοι, εξαθλιωμένοι. Γύρω τους μόνο πάγος και χιόνι. Τότε ο
Γέρων Κούκσα προσευχήθηκε: «Κύριε, Συ που τα βλέπεις όλα. Συ που έθρεψες τους
προφήτες Σου και δεν τους λησμόνησες. Εδώ οι δούλοι Σου πεινούν. Μην μας
ξεχάσεις κι εμάς, Κύριε. Δώσε μας δύναμη στον αγώνα μας και αντοχή στο κρύο».
Μόλις τελείωσε την προσευχή
του, είδε να πετά επάνω από τα κεφάλια τους ένα κοράκι. Επάνω στα φτερά του
είχε ένα καρβέλι ψωμί και κάτι σαν δέμα. Αφού έκανε ένα κύκλο επάνω από τον
Γέροντα, χαμήλωσε και πέταξε στα γόνατά του το δέμα. Ο Γέρων το άνοιξε. Είχε
μέσα ένα χοντρό λουκάνικο, που θα ζύγιζε επάνω από ένα κιλό. Ευχαρίστησε τον
Κύριο και έτρεξε να μοιράσει το λουκάνικο και το ψωμί σε όλους.
Πέρασαν τρείς ημέρες. Οι
κρατούμενοι συνέχισαν να εργάζονται στο χιόνι και στην παγωνιά. Ήταν εξαντλημένοι
και πεινασμένοι. Τροφή τους ήταν μόνο ένα μικρό κομματάκι ψωμί, που τους έδιναν
κάθε πρωΐ. Αν δεν τους ενίσχυε ο Θεός, κανείς δεν θα είχε επιβιώσει. «Ο Κύριος
δεν ξεχνά τους αμαρτωλούς», σκεπτόταν ο Γέρων Κούκσα, όταν άκουσε έναν ελαφρύ θόρυβο.
Σε κοντινή απόσταση από τους κρατουμένους, ένα αυτοκίνητο ξεφόρτωνε πιροσκί και
τρόφιμα για τους στρατιώτες. Τα πιροσκί προορίζονταν μάλλον για το βραδινό
τους.
Ξαφνικά φάνηκαν στον ουρανό
μερικά κοράκια και όρμησαν επάνω στα τρόφιμα, αρπάζοντάς τα με τα γαμψά τους
νύχια. Ένα απ' αυτά πήγε και στάθηκε επάνω από το κεφάλι του Γέροντα.
Κουβαλούσε δύο πίττες στο ένα του φτερό και τρείς στο άλλο. Τις άφησε όλες να
πέσουν στα γόνατά του. Μερικοί στρατιώτες πήγαν τρέχοντας να τις πάρουν πίσω. Ένας
απ' αυτούς, με το όπλο στο χέρι, πλησίασε τον Γέροντα. «Πάρτες, του είπε
πρόθυμος εκείνος. Δεν ζήτησα εγώ από το κοράκι να μου τις φέρει».
Ο στρατιώτης έμεινε να τον κοιτάζει για ώρα
σαστισμένος και τελικά έφυγε. Προφανώς είχε εννοήσει την μέριμνα του Θεού. Προς
το τέλος της ημέρας ο στρατιώτης πλησίασε ξανά τον Γέροντα ζητώντας του να
κουβεντιάσουν. «Δεν είσαι συνηθισμένος άνθρωπος», του είπε και βγάζοντας από την
τσέπη του λίγο ψωμί και ψάρι τα έδωσε στον Γέροντα, παρακαλώντας του να τα κρύψει.
Απαγορευόταν να μιλούν οι στρατιώτες στους κρατούμενους.
Λίγες ώρες αργότερα ο
στρατιώτης αυτός πήγε τρέχοντας να βρει και πάλι τον Γέροντα. «Πάτερ, έλαβα ένα
τηλεγράφημα. Η κόρη μου πεθαίνει και το σπίτι μου είναι πολύ μακριά. Αεροπλάνα
δεν υπάρχουν», του είπε κλαίγοντας.
Ο Γέρων Κούκσα τον ευλόγησε και
είπε: «Πήγαινε παιδί μου, θα προλάβεις. Η κόρη σου θα ζήσει, αν δώσεις όρκο
στον Θεό να διορθώσεις την ζωή σου και να γίνεις Χριστιανός».
Ο στρατιώτης γονάτισε μπροστά
του και, προσκυνώντας του, υποσχέθηκε ότι θα κάνει αυτό που του υπέδειξε ο
Γέροντας.
Λίγο καιρό αργότερα, επειδή ο
Κύριος δεν λησμονεί τους δούλους Του, ο Γέρων Κούκσα αφέθηκε ελεύθερος και
γύρισε στο Κίεβο.
Πηγή:
ΖΩΑ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΟΣ.
Από
το βιβλίο: Η Ζωοφιλία των Αγίων και η Αγιοφιλία των ζώων.
Εκδόσεις
"Ο Άγιος Στέφανος".