Δευτέρα 28 Οκτωβρίου 2019

Μ’ ΕΚΑΝΕΣ ΣΤΡΑΤΗΓΟ ΚΑΙ ΠΡΙΓΚΙΠΑ!

Πρίν αρκετές δεκαετίες, καί πρό το 1940, σ’ να χωριουδάκι τς λείας, ζοσε μιά χαριτωμένη π’ τόν Θεό ψυχή,  κυρία Κατερίνα. Δέν ξερε καθόλου γράμματα. μως ταν νας πολύ φωτισμένος νθρωπος, μέ κλόνητη καί ζωντανή πίστι, σάν κι κείνη πού εχαν ο πρτοι χριστιανοί πού πεφταν καί στή φωτιά γιά τόν Χριστό, προκειμένου νά μήν Τόν ρνηθον. Καί τσι κπληρώθηκαν τά λόγια το Κυρίου στη ζωή τς ελογημένης ατς ψυχς: «Πάντα σα άν ατήσητε ν τ προσευχ πιστεύοντες, λήψεσθε». Διότι ντως ταν νθρωπος τς πολλς προσευχς.
      Ὅταν μερικές φορές τόν ούλιο μνα σκοτείνιαζε ορανός πό τά σύννεφα καί προμηνυόταν βροχή, πειδή ο θημωνιές μέ τά στάχυα παρέμεναν στ’ λώνια, κι ν βρεχε πωσδήποτε θά καταστρεφόταν σοδειά, ο χωρικοί τρεχαν στήν κυρία Κατερίνα καί τς ζητοσαν νά προσευχηθ νά μή βρέξη!  Κι κείνη, πήγαινε μπροστά στήν εκόνα το Χριστο, προσευχόταν, καί τά σύννεφα φευγαν!

ταν ρρώσταινε κανείς, πάλι κατέφευγαν στήν κυρία Κατερίνα νά προσευχηθ, κι ν πρχε κάποιο τραμα, κάποιος δυνατός πόνος σέ κάποιο σημεο το σώματος, βουτοσε τά δάχτυλά της στήν κανδήλα καί τό λειφε σταυροειδς μέ λάδι. Καί, νάλογα μέ τήν πίστι πού εχαν καί ο σθενες, νταποκρινόταν καί Θεός μέ θαμα!
Ποτέ(!!!) δέ γιασμένη ατή γυναίκα δέν δέχθηκε χρήματα δρα. ,τι κανε, τό κανε νιδιοτελς, μέ μεγάλη πλότητα καί φυσική ταπεινοφροσύνη. σκέψις της ταν παρθενική· δέν τήν μόλυνε αταρέσκεια περηφάνεια καί γωισμός. Γι’ ατό, τό χάρισμα το Θεοῦ, δέν τό χασε μέχρι τό τέλος τς ραίας ζως της, πού λαμπρύνετο κόμη περισσότερο πό τήν πολλή της λεημοσύνη καί μάλιστα «ν κρυπτ».
Κάποτε, καινούριος παπς το χωριο, ντυπωσιασμένος πό τ’ ποτελέσματα τς προσευχς ατς τς πιστς γυναίκας καί ποψιαζόμενος μήπως πάρχουν μαγγανεες καί λλου εδους γητεύματα, τήν φώναξε καί διαιτέρως τήν ρώτησε:
– Γιά πές μου, παιδί μου Κατερίνα, τί προσευχή κάνεις μπροστά στήν εκόνα το Χριστο;
Κι κείνη το πάντησε μέ τήν φυσική της πλότητα:
γώ παππούλη μου, πως γνωρίζεις, δέν ξέρω γράμματα. Λέω μόνο μιά προσευχή πού μομαθε γιαγιά μου.
– Ποιά; τήν ρώτησε ερεύς.
– Λέω: «ν ρχ ν Λόγος, καί Λόγος ν πρός τόν Θεόν, καί Θεός ν Λόγος»! Καί κατόπιν ζητάω ατό πού μέ παρακαλον ο συγχωριανοί μου νά ζητήσω μέ τήν προσευχή μου πό τόν Χριστό καί τήν Παναγία πό κάποιον γιο.
ερεύς μεινε κατάπληκτος ταν κουσε τόν πρτο στίχο το κατά ωάννην Εαγγελίου! τσι λοιπόν βεβαιώθηκε γιά τό δολον ατς τς ψυχς καί τήν πλ καί βαθειά της πίστι, πού εχε σάν ποτέλεσμα τόση δύναμι στήν προσευχή της.
Τόν ρώτησε κυρα-Κατερίνα:
– Μήπως δέν εναι σωστό ατό πού κάνω; Νά κάνω κάτι λλο;
–  χι, χι! Μήν λλάξης ατή τήν προσευχή! Ατή πού ξέρεις, ατή πού μαθες, ατή καί νά κάνης!
ταν λθε φοβερή Γερμανική Κατοχή, τό 1941, πού ο λληνες καταδικάσθηκαν σέ λιμοκτονία καί κόσμος πέθαινε πό τήν πενα, τό μεγαλεο τς ψυχς τς κυρά-Κατερίνας φάνηκε κόμη πιό πολύ. συγχωρεμένος νδρας της, τς εχε φήσει ρκετή περιουσία, τήν ποία εχε πό τόν πατέρα του, τόν κυρ-λέξη. Μεταξύ τν λλων, τό κελλάρι το σπιτιο εχε λάδι. τσι κυρία Κατερίνα ρχισε τή διανομή στούς πεινασμένους. Εχε να πιάτο βαθύ, τό γέμιζε καί μοίραζε γενναιόδωρα. ταν ο λεηθέντες τς διναν εχές, κείνη τούς λεγε:
χι σέ μένα εχαριστίες.
Τό σιτάρι εναι πό τήν περιουσία το πεθερο μου, το μπάρμπα-λέξη. Νά λέτε: «Θεός συγχωρές τόν κυρ-λέξη».
ταν εχε μοιράσει περισσότερο πό τό μισό σιτάρι, τίς πτακόσιες περίπου κάδες, εδε στόν πνο της τόν πεθερό της, γιά τόν ποο λεγαν τι ταν φοβερώτερος τσιγκούνης το χωριο, παρ’ λο πού ταν ρκετά εκατάστατος. Τόν εδε σάν κατάδικο, μέ τά μαλλιά του μεγαλωμένα μέχρι κάτω, σέ κακά χάλια, μέ γένια καί βρώμικο πολύ.  κυρία Κατερίνα πρε τότε να ψαλίδι, τοῦ ἔκοψε τά μαλλιά, τά γένια, τόν περιποιήθηκε, τόν λουσε καί τόν ντυσε μέ καινούρια σπρα ροχα. Καί τό πρόσωπο το κεκοιμημένου φωτίσθηκε! λαμπε λόκληρος!
Τότε γύρισε καί τς επε μέ νακούφισι:
– Νσαι ελογημένη, Κατερίνα μου! Μέ τίς λεημοσύνες σου Μ’ ΕΒΓΑΛΕΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΔΗ, παιδί μου! Καί μ’ κανες στρατηγό καί πρίγκιπα!
Ατά λα τά φηγήθηκαν μέ συγκίνησι γυιός τς ελογημένης ατς ψυχς, τς κυρα-Κατερίνας, μαζί μέ τή γυνακα του (τή νύφη της δηλαδή), σ’ να προσκύνημά τους στήν Παναγία τή Βαρνάκοβα.

Από το βιβλίο “Πνευματικές διαδρομές στους μακαρισμούς” του π. Στεφάνου Αναγνωστοπούλου,σελ 138-140 
Πηγή: miteriko