Ο Άγιος Μαρτίνος, υιός στρατιωτικού, γεννήθηκε στη
σημερινή Ουγγαρία τον 4ο μ.Χ. αιώνα και μεγάλωσε στην Ιταλία. Περί το 339
παραιτήθηκε από τον στρατό, γιατί είχε βαπτισθή πλέον Χριστιανός και πίστευε
ότι, δεν του ταίριαζε να πολεμά. Τον κατηγόρησαν για δειλία και τον έβαλαν να
στέκει άοπλος, απέναντι στους εχθρούς. Τελικά τον απήλλαξαν από τα στρατιωτικά
του καθήκοντα.
Ο Άγιος Μαρτίνος έγινε Επίσκοπος της Τουρ το 370 και
εξελίχθηκε σ' έναν εξαιρετικά δραστήριο ιεραπόστολο. Διέσχιζε την εκκλησιαστική
του περιφέρεια από την μιά άκρη ως την άλλη, είτε πεζός, είτε στην πλάτη του
γαϊδαράκου του. Μιά ημέρα, στις όχθες ενός ποταμού είδε κάποια πουλιά να
βουτούν ξανά και ξανά στο νερό, σε αναζήτηση της τροφής τους.
«Να μιά εικόνα των δαιμόνων», είπε ο Άγιος. «Στήνουν
παγίδες στους ανυποψίαστους και τους αιχμαλωτίζουν πριν προλάβουν να το πάρουν
χαμπάρι. Καταβροχθίζουν τα θύματά τους, χωρίς ποτέ να χορταίνουν την απληστία τους».
Ύστερα, με σθεναρή φωνή, διέταξε τα πουλιά να φύγουν από κει και να πάνε σε
τόπους έρημους. Αμέσως τα πουλιά σχημάτισαν σμήνος και έφυγαν από το ποτάμι,
κατευθυνόμενα στα δάση και τα βουνά. Πολλοί από τους υποτακτικούς του Αγίου
παρατηρούσαν με έκπληξη την δύναμη του λόγου του, που ακόμα και τα πουλιά
υπέτασσε.
Κάποια ημέρα ο Γέρων και η συνοδεία του
επισκέπτονταν ωρισμένες ενορίες. Εκείνος προχωρούσε μπροστά, αλλά η συνοδεία
τον είχε καθυστερήσει εξ αιτίας κάποιου εμποδίου. Στο μεταξύ μία άμαξα του
αυτοκρατορικού θησαυροφυλακίου, γεμάτη ωπλισμένους φρουρούς, κατευθυνόταν στην
κεντρική λεωφόρο. Ο Μαρτίνος προχωρούσε στην ίδια πλευρά του δρόμου, φορώντας το
φθαρμένο του πανωφόρι. Τα μουλάρια ταράχθηκαν, όταν τον είδαν, και
μετακινήθηκαν προς την άλλη πλευρά του δρόμου, με αποτέλεσμα να μπερδευτούν τα
υποζύγια μεταξύ τους και να δημιουργηθή μεγάλη φασαρία. Επειδή τα μουλάρια ήταν
δεμένα το ένα στο άλλο και πορεύονταν το ένα πίσω από το άλλο, σε μακρές
γραμμές, δεν ήταν εύκολο να τα απελευθερώσουν. Το γεγονός εκνεύρισε τους
αξιωματικούς που βιάζονταν. Κατέβηκαν από την άμαξα και επιτέθηκαν στον Άγιο, με
ρόπαλα και καμουτσίκια.
Εκείνος δέχθηκε σιωπηλά τα απανωτά χτυπήματα. Αυτό
εξαγρίωσε ακόμα περισσότερο τους αξιωματικούς, που πίστεψαν πως ο Άγιος
αδιαφορούσε γιά το πάθημά τους.
Σε λίγο έφθασε επί τόπου και η συνοδεία του και τον
βρήκαν να κείτεται λιπόθυμος κατά γης. Αιμορραγούσε, και το σώμα του ήταν
μελανιασμένο. Τον έβαλαν επάνω στον γάϊδαρό του και έφυγαν γρήγορα από εκεί.
Στο μεταξύ οι αξιωματικοί είχαν γυρίσει στην άμαξά
τους. Έδωσαν εντολή να ξαναπεζέψουν τα μουλάρια και να συνεχίσουν το ταξίδι τους.
Όμως τα μουλάρια έμεναν ακίνητα, λες και τα πόδια τους είχαν καρφωθή στο
έδαφος. Μάταια οι οδηγοί τους φώναζαν και τα ξυλοκοπούσαν. Τότε κατέβηκαν οι
αξιωματικοί και με στριφτά καμουτσίκια και κλαριά δέντρων τα χτυπούσαν με όση
δύναμη είχαν. Τα ζώα όμως δεν έκαναν βήμα. Όταν πιά τους εγκατέλειψαν οι δυνάμεις
τους, οι αξιωματικοί κάθησαν και σκέφθηκαν μήπως η όλη κατάσταση ωφείλετο σε
κάποια άλλη δύναμη, πέρα από τα ανθρώπινα. Θυμήθηκαν λοιπόν, πως είχαν χτυπήσει
τον Γέροντα Μαρτίνο, και άρχισαν να τρέχουν για να τον προφθάσουν.
Μόλις έφθασαν κοντά του, κατασκονισμένοι από τον
δρόμο και με δάκρυα στα μάτια, έπεσαν στα πόδια του, ζητώντας συγχώρεση και
ικετεύοντάς τον να τους επιτρέψει να συνεχίσουν το ταξίδι τους. Ο φιλεύσπλαχνος
Άγιος τους συγχώρησε, ελευθέρωσε τα ζώα τους και τους έδωσε την ευχή του για να
φύγουν.
Μιά άλλη φορά, όταν ο Άγιος Μαρτίνος επέστρεφε από
τις Θήβες, συνάντησε μιά εξαγριωμένη αγελάδα, που είχε ξεφύγει από το κοπάδι
της και τριγυρνούσε επιτιθεμένη στους ανθρώπους. Εκείνοι που την ακολουθούσαν, μόλις
την είδαν να πλησιάζει τον Άγιο, του φώναξαν να προσέξει. Ο Άγιος Μαρτίνος,
όμως, ύψωσε το χέρι του και πρόσταξε την αγελάδα να σταθή εκεί που ήταν.
Πράγματι, το ζώο έμεινε ακίνητο. Στο μεταξύ ο Γέρων διέκρινε ένα δαίμονα
καθισμένο στην πλάτη της αγελάδας και τον διέταξε:
«Φύγε αμέσως απ' αυτό το ζώο και σταμάτα να το
βασανίζεις».
Το ακάθαρτο πνεύμα υπάκουσε και εξαφανίσθηκε. Η
αγελάδα, έχοντας πλέον ανακτήσει την ηρεμία της, σωριάσθηκε στα πόδια τού
ευεργέτη της. Εκείνος την χάϊδεψε και της είπε να επιστρέψει στο κοπάδι της. Το
ζώο υπάκουσε και έφυγε, να πάει να συναντήσει τις άλλες αγελάδες.
Κάποια άλλη φορά, που ο Άγιος Μαρτίνος επισκεπτόταν
μιά περιοχή της επισκοπής του, συνάντησε μιά ομάδα κυνηγών. Τα λαγωνικά τους
είχαν πάρει στο κατόπι ένα λαγό. Το πολύωρο κυνήγι τους είχε εξουθενώσει το καϋμένο
το ζώο, που δεν μπορούσε να ξεφύγει. Ο θάνατός του ήταν ζήτημα λεπτών. Λίγο πριν
τον προφθάσουν τα κυνηγόσκυλα, ο λαγός, προσπαθώντας να βρει τρόπο διαφυγής,
έτρεχε πότε εδώ και πότε εκεί. Ο Άγιος λυπήθηκε το ζωντανό και διέταξε τα σκυλιά
να παρατήσουν το θήραμα και να επιστρέψουν στα αφεντικά τους. Με τα πρώτα του λόγια, τα σκυλιά έμειναν
ακίνητα, λες και κάποιος τα είχε δέσει. Έτσι ο λαγός κατάφερε να διαφύγει!!
Πηγή:
ΗΛΙΟΣ ΣΕ ΕΝΑΝ ΚΟΣΜΟ ΠΟΥ ΔΥΕΙ.
Από το βιβλίο: Η Ζωοφιλία των Αγίων και η Αγιοφιλία
των ζώων.
Εκδόσεις "Ο Άγιος Στέφανος".