Κυριακή 28 Ιουνίου 2020

«ΜΝΗΣΘΗΤΙ ΜΟΥ ΚΥΡΙΕ …» (Λουκ. 23, 42)!!!

 

        “Εδώ και επτά χρόνια είμαι Ιερέας στο Παρεκκλήσι των Φυλακών Προύνκου στο Κίσιβο της Μολδαβίας. Επειδή παράλληλα υπηρετώ και στην ενορία μου, στην Φυλακή κάνω Ακολουθίες τις Τετάρτες και τις Παρασκευές. Με βοηθούν κάποιοι κρατούμενοι ως εθελοντές, οι οποίοι έχουν  στα καθήκοντά τους και την προετοιμασία των κρατουμένων που θα συμμετάσχουν στην Ακολουθία. Την προηγούμενη ημέρα τους δίνουν να διαβάσουν είτε το Ωρολόγιο, είτε κάποιο από τα βιβλία που έχουμε στην μικρή μας βιβλιοθήκη.

        Θέλω όμως να σας διηγηθώ κάτι, που συνέβη το φθινόπωρο του 2008. Οι φυλακές Προύνκου είναι οι μοναδικές Φυλακές-Νοσοκομείο, που ευρίσκονται και άντρες και γυναίκες.

        Σε ένα κελί του χειρουργικού τμήματος ευρισκόταν και η Ζαμφίρα, μιά τσιγγάνα. Όταν ένας από τους εθελοντές πήγε στο κελί γιά να ρωτήσει ποιός θα συμμετείχε στην Ακολουθία της επομένης ημέρας, η Ζαμφίρα του είπε: «Εγώ θα έλθω, αλλά δεν έχω ανάγκη τα βιβλία σου».

        Η Ζαμφίρα ήταν 36 ετών, όμορφη και από όσα είχα καταλάβει, ήταν «ελαφρών ηθών». Ήταν στην φυλακή από τα δεκαέξι της χρόνια, επειδή είχε σκοτώσει το παιδί της, αλλά και γιά άλλα επίσης σοβαρά αδικήματα.

        Την επομένη, λοιπόν, η Ζαμφίρα ήλθε στην Ακολουθία στο Παρεκκλήσι. Την ημέρα εκείνη διαβάσαμε τον Ικετήριο κανόνα προς τον Ιησού Χριστό, την

Παράκληση της Παναγίας και τον κανόνα της Θείας Μεταλήψεως. Η Ζαμφίρα, όμως, στο πίσω μέρος του Ναού απαντούσε σε κάθε προσευχή κοροϊδευτικά και έκανε άσχημες χειρονομίες. Ενοχλούσε και εμένα αλλά και τους άλλους κρατουμένους, οι οποίοι ήταν περίπου 35 άνδρες και γυναίκες. Κανείς δεν τολμούσε να της κάνει παρατήρηση, επειδή είχε κάποιο «κύρος» στον υπόκοσμο. Παρότι ήταν 36 ετών, ήταν ψηλά στην ιεραρχία, κάτι που όλοι οι κρατούμενοι σέβονταν απολύτως. Έδωσε ολόκληρη παράσταση και κάποιους τους διασκέδαζε με τα αστεία της. Την άφησα ήσυχη και μόνο την ερώτησα:«Πώς σε λένε;»

        «Ζαμφίρα», μου απάντησε.

        Της είπα, να ησυχάσει. «Καλά», μου απάντησε αυτή, συνέχισε όμως τα ίδια. Μετά την Ακολουθία τους εξομολόγησα όλους. Σε μιά γυναίκα η οποία ζούσε στο ίδιο κελί με την Ζαμφίρα, της είπα:

        «Δεν μπορώ να σε Κοινωνήσω τώρα. Θα κάνεις τον κανόνα που θα σου

δώσω και θα έλθης σε δύο εβδομάδες να Κοινωνήσεις».

        Εξομολογήθηκαν όλοι. Μόνο η Ζαμφίρα δεν εξομολογήθηκε. Τότε την

ρώτησα:

        «Εσύ θα εξομολογηθής;».

        «Όχι, δεν θα εξομολογηθώ, γιατί αν θα εξομολογηθώ και ακούσεις αυτά που θα σου πω, τότε θα σου πέσουν οι τρίχες από την μύτη σου!».

        «Τότε, γιατί ήλθες στην Εκκλησία, αφού ούτε εξομολογείσαι, ούτε προσεύχεσαι, ούτε ακούς την Ακολουθία;» την ερώτησα.

        «Ήλθα γιά να δω πόσο όμορφος είσαι!».

        Σε όλα απαντούσε, πολύ απότομα και προκλητικά. Τότε, είπα μέσα μου ικετευτικά: «Ας γίνει το Θέλημα του Κυρίου».

        Μετά από δύο εβδομάδες, έστειλα έναν εθελοντή, στην γυναίκα στην οποία είχα βάλει κανόνα και η οποία έμενε στο ίδιο κελί με την Ζαμφίρα, γιά να της θυμίσει, ότι θα Κοινωνήσει και να ετοιμασθή.

        Πάει ο εθελοντής στο κελί, και της λέει:

        «Ο ιερέας είπε, πως επειδή αύριο θα Κοινωνήσετε, να ετοιμασθήτε και να διαβάσετε την προσευχή προ της Θείας Μεταλήψεως». Αμέσως, πετάχθηκε η Ζαμφίρα, λέγοντας:

        «Θέλω και εγώ να πάω αύριο στην Εκκλησία».

        «Όχι δεν θα πας, επειδή δεν κάθεσαι ήσυχη», της είπε ο εθελοντής.

        «Σε παρακαλώ, θέλω να πάω», επέμενε η Ζαμφίρα. «Δώσε μου ένα βιβλίο να διαβάσω».

        Της έδωσε το Ψαλτήρι. Δεν ξέρω τι διάβασε και πόσο διάβασε, αλλά την

επόμενη ημέρα ήλθε και με βρήκε μιά συγκρατούμενή της και μου είπε:

        «Πάτερ, η Ζαμφίρα δεν είναι καλά στο μυαλό της».

        «Δηλαδή, τι θέλεις να πεις;», ερώτησα εγώ.

        «Όλη νύχτα έκλαιγε! Διάβαζε και έκλαιγε! Δεν ξέρω τι διάβασε, αλλά έκλαιγε πάρα πολύ!».

        Αφού τους εξομολόγησα όλους, πήγα στην Ζαμφίρα. Ήταν γονατιστή σε μιά γωνία. Φαινόταν κλαμένη. Δεν έλεγε τίποτα.

        «Θέλεις να εξομολογηθείς;», την ερώτησα.

        «Ναι πάτερ, θα εξομολογηθώ, αλλά δεν θα εξομολογηθώ όπως όλοι οι

άλλοι!», απάντησε η Ζαμφίρα.

        «Πες μου πώς θέλεις;».

        «Θέλω να εξομολογηθώ, με δυνατή φωνή, μπροστά σε όλους!».

        Και όπως στεκόμουν εγώ με το πρόσωπο προς την εικόνα του Χριστού, γύρισε προς τους άλλους κρατουμένους και άρχισε να εξομολογείται δημόσια!

Η εξομολόγηση κράτησε περίπου 45 λεπτά. Σε κάθε αμαρτία έκλαιγε, έκανε μιά μετάνοια και έλεγε: «Παρακαλώ συγχωρέστε με».

        Αφού τελείωσε την δημόσια εξομολόγησή της, αναρωτήθηκα εάν πρέπει να την Κοινωνήσω. Είχα μάθει ότι η γιαγιά της, την είχε βαπτίσει όταν ήταν μικρή, αλλά ποτέ δεν είχε Κοινωνήσει. Συνεπώς, θα ήταν η πρώτη φορά. Αναρωτιόμουν, ποιο είναι το Θέλημα του Χριστού και προσευχόμενος έλεγα: «Κύριε, εάν την Κοινωνώ αναξίως, παίρνω εγώ επάνω μου αυτήν την αμαρτία».

        Τελικά την Κοινώνησα!!!

        Μετά την Θεία Κοινωνία, η Ζαμφίρα έλαμπε από χαρά και έψελνε «Αλληλούια»! Ευρισκόταν σε μιά τέτοια κατάσταση χαράς, που σπάνια συναντάς ακόμα και σε συνειδητοποιημένους και πιστούς Χριστιανούς...

        Το ίδιο βράδυ μου ετηλεφώνησε ένας φύλακας και μου λέει:

        «Πάτερ, η Ζαμφίρα πέθανε!».

        Στις 9 το βράδυ, έφθασα στην φυλακή και ερώτησα μιά φυλακισμένη που είχε Κοινωνήσει μαζί της, τι συνέβη, και μου είπε:

        «Πάτερ, ήταν πολύ χαρούμενη που Κοινώνησε. Από το πρωί προσευχόταν στο Θεό, μου μιλούσε γιά το Θεό, γιά την μετάνοια, γιά την πίστη και την αγάπη και έκλαιγε γιά τις αμαρτίες της. Κατά της οκτώ το βράδυ μου λέει: «Δεν αισθάνομαι καλά, κάτι έχω». Πήγε στο μπάνιο, πλύθηκε, έβαλε τα πιο καλά της ρούχα και είπε: «Εγώ θα πεθάνω τώρα!». Γύρισε το κεφάλι της προς τον τοίχο και πέθανε!!!

        Την επομένη ημέρα οι γιατροί έκαναν συμβούλιο γιά να καταλήξουν από τι πέθανε η Ζαμφίρα, επειδή εγνώριζαν ότι, έπρεπε να χειρουργηθή γιά κοίλη, αλλά συμπέραναν ότι δεν ήταν η κοίλη η αιτία του θανάτου. Τελικά, δεν βρήκαν κάποια αιτία γιά τον ξαφνικό θάνατό της. Εγώ πιστεύω, πως ο Θεός περιμένει τον καθένα να επιστρέψει κοντά Του και όταν αυτό γίνει και είναι καθαρός, τότε, ο Επουράνιος Πατέρας, κρίνει, εάν θα τον πάρει κοντά Του.”

 

Μαρτυρία Ιερέας Βιορέλ Κοζοκάρου – Κίσιβο.