«ΔΥΟ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ»!!
<<Αγαπητέ μου κύριε Αναγνωστόπουλε,
Χαίρετε εν Κυρίω πάντοτε.
Πολύ εχάρην επί τη ειδήσει ότι ευτρεπίζεται, τη επιμελεία υμών, «κανίσκιον» πρός τιμήν της μνήμης Του μακαριστού και όντως Αγίου Ιερομονάχου π. Αθανασίου Χαμακιώτου. Η ενέργεια αυτή ήτο λίαν επιβεβλημένη, καθ’ ότι «μνήμη δικαίου μετ’ εγκωμίων». Καθυστέρησε μάλιστα υπερβαλλόντως και δι’ αυτό έχομεν όλοι μερίδιον ευθύνης. Άξιος ο μισθός σας διά την πρωτοβουλίαν σας. Ευχαριστώ δε θερμώς διά την ευγενή πρόσκλησίν σας, να συμμετάσχω και εγώ εις τον ευτρεπισμόν του «κανισκίου» αυτού. Λυπούμαι, διότι δεν έχω χρόνον διά σημαντικήν τινα προσφοράν. Ελπίζω ότι άλλοι, κρείττονες εμού, θα ρίψουν εις το «κανίσκιον» πολύτιμα και σπάνια άνθη, μάλιστα δ’ εκείνοι οι οποίοι τον εγνώρισαν από την νεότητά Του.
Η ταπεινότης μου θα αρκεσθή εις δύο πτωχά «αγριολούλουδα».
Μη τα περιφρονήσητε. Έχουν και αυτά την χάριν των... Διά τών ως άνω εννοώ ότι, θα αρκεσθώ να μνημονεύσω δύο προσωπικάς μου εμπειρίας, δύο περιστατικά, τα οποία δεικνύουν το βάθος της ταπεινώσεως τού συγχρόνου αυτού Αγίου! Η αρετή αυτή, άλλωστε, είνε το υπ’ αρ. 1 χαρακτηριστικόν όλων των Αγίων...
Το πρώτον:
Κατά το θέρος του 1965 (παραμονάς «15αυγούστου») μετέβην εις επίσκεψίν Του. (Τον εγνώριζον, εννοείται, από παλαιότερον). Λόγω μακράς απουσίας του πνευματικού μου εξ Αθηνών, τον παρεκάλεσα να δεχθή και την εξομολόγησίν μου. Εισήλθομεν εις το ναΰδριον του Αγίου Γεωργίου και εκαθήσαμεν εις δύο σκαμνία. Ότε ετελειώσαμεν, εγονυπέτησα διά την συγχωρητικήν Ευχήν. Αφού ηγέρθην, μου λέγει:
«Σας παρακαλώ, καθήσατε».
Υπέθεσα ότι, θα θέλη να μου δώση συμβουλήν τινα.
Εκάθησα εγώ, εκάθησε και Εκείνος. Αφαιρεί το επιτραχήλιόν Του και μου το προσφέρει, λέγων:
«Παρακαλώ, φορέσατέ το».
«Πάτερ Αθανάσιε, αυτό είνε αδύνατον», απαντώ.
«Σας παρακαλώ!», επιμένει.
«Πάτερ Αθανάσιε, ζητήσατέ μου ό,τι άλλο θέλετε. Είμαι έτοιμος να κάμω “τούμπες”. Αυτό όμως που ζητείτε μου είνε αδύνατον... Να εξομολογήσω εγώ εσάς;».
«Σας παρακαλώ!», επαναλαμβάνει μετά πολλής ευγενείας, αλλά καί τινος επιτακτικότητος, ενώ η χείρ του, κρατούσα το επιτραχήλιον, ήτο συνεχώς τεταμένη προς το μέρος μου.
Αρνούμαι...
Επιμένει...
Αρνούμαι...
Επιμένει...
Εις το τέλος, εντρεπόμενος να βλέπω τεταμένην την γηραλέαν χείρα Του, υποχωρώ. Λαμβάνω με τρέμουσαν χείρα το επιτραχήλιον και το φορώ. (Εγνώριζον ότι, είχε την άδειαν του οικείου Επισκόπου να αναθέτη εις γνωστούς Του Κληρικούς οιανδήποτε ιεροπραξίαν εντός του Ησυχαστηρίου). Έκυψα την κεφαλήν και ήκουον σιωπών, ό,τι είχε να μου είπη. Εγονάτισε διά την Ευχήν και εχρειάσθη να τον βοηθήσω ίνα εγερθή, διότι το γήρας και αι ασθένειαι τού είχαν στερήσει την ευκινησίαν. Έφυγον όχι απλώς συντετριμμένος, αλλά με την αίσθησιν ότι, είχον υποστή εγκαύματα εκ πτώσεως εις λέβητα με ζέον ύδωρ. Η εικών αύτη, η συγκλονιστική δι’ εμέ εικών ενός πολιού και Αyίου Γέροντος γονυπετούς υπό το επιτραχήλιον ενός νέου και απείρου Κληρικού, επί ημέρας δεν έφευγεν εκ της μνήμης μου...
Το δεύτερον:
Η ως άνω σκηνή επανελήφθη κατά καιρούς πάλιν και πάλιν... Εγώ, άπαξ και είχον λάβει το «βάπτισμα του πυρός», υπεχώρουν πλέον άνευ αντιλογίας. Κατά τινα ημέραν, ευθύς μετά την εξομολόγησίν Του, μου λέγει:
«Από πολύν καιρόν με απασχολεί ένα πρόβλημα της Μονής και θα ήθελα την γνώμην σας».
Ενώ εξέθετε το πρόβλημα, εγώ εσχεδίαζον κατά νουν την απάντησίν μου.
Εσκεπτόμην να του είπω:
«Πάτερ μου, έχετε τα διπλάσια και πλέον έτη από εμέ (εγώ θα ήμην τότε 35-36 ετών). Έχετε πείραν μυριοπλάσιον της ιδικής μου. Έχετε μεμαρτυρημένως ζωήν αγίαν και πλούσιον τον φωτισμόν του Κυρίου. Εγώ εις όλα αισθάνομαι νήπιον ενώπιόν σας. Είνε λοιπόν δυνατόν να τολμήσω να δώσω εγώ συμβουλήν εις υμάς; Λύσατε μόνος σας το πρόβλημα, με τον φωτισμόν που διά της προσευχής θα σας δώση ο Κύριος. Μη ζητείτε συμβουλάς από εμέ. Με φέρετε εις πολύ δύσκολον θέσιν...».
Ετέρα όμως σκέψις, υπεισελθούσα, αντέκρουσε την ανωτέρω:
«Εάν ο άνθρωπος, ολίγον πρίν έλθης προσηυχήθη εν ταπεινώσει και είπε:
“Κύριέ μου, εγώ θα θέσω τα πρόβλημα εις τον πρώτον Ιερέα που θα εμφανισθή, όποιος και αν είνε, και θα ζητήσω την συμβουλήν του. Συ δε φώτισέ τον να μου είπη τα πρέποντα”, έχεις δικαίωμα να αρνηθής; Η αρνησίς σου θα είνε κατά Θεόν; Ποίησον αγάπην, κάμε υπακοήν και ειπέ του, ό,τι νομίζεις, ό,τι “σου κατέβη”. Και βλακείαν να του είπης, ο Θεός θα λύση το πρόβλημα. Θα το λύση διά να βραβεύση την ταπείνωσιν αυτού του ανθρώπου που ερωτά ένα πολύ νεώτερόν Του και κατά πάντα κατώτερόν Του. Η γνώμη που θα του δώσης δεν έχει ούτε αξίαν ούτε σημασίαν. Αρκεί η ταπείνωσίς Του. Η ιδική Του ταπείνωσις θα λύση το θέμα και όχι η γνώμη σου...».
Εύρον ορθοτέραν την δευτέραν σκέψιν και ότε ετελείωσεν, είπον εν πολλή συστολή την γνώμην μου διά την αντιμετώπισιν του ζητήματος.
Μετά πάροδον χρονικού τινος διαστήματος, κατά τινα νέαν επίσκεψίν μου, πλήρης χαράς και με μίαν παιδικήν απλότητα μου ανεκοίνωσεν ότι, «ηκολούθησε την συμβουλήν μου» και το πρόβλημα ελύθη ολοκληρωτικώς, διό και μου... ώφειλε «πολλήν ευγνωμοσύνην!»...!
Εγώ ητένιζον το ιλαρόν και γαλήνιον πρόσωπόν Του, το πάντοτε πράον, φωτεινόν και ακτινοβόλον, και εμειδίων... Προετίμησα να σιωπήσω. Οι Άγιοι, εσκέφθην, έχουν πολλάς τοιούτου είδους (τονίζω: τ ο ι ο ύ τ ο υ ε ί δ ο υ ς!) «πλάνας» και «ψευδαισθήσεις». Αν δεν τας είχον, άλλωστε, δεν θα ήσαν Άγιοι... Ας διατηρήση λοιπόν και ο π. Αθανάσιος την ιδικήν Του. Ας πιστεύη δηλαδή ότι, η ιδική μου «σοφή(..!) συμβουλή» έλυσε το πρόβλημα και όχι η ιδική του Αγιότης, η οποία τον ωδήγει εις τόσην ταπείνωσιν... Είθε να έχωμεν όλοι την Αγίαν ευχήν Του...
Μετά πολλής τιμής και αγάπης εν Κυρίω Ιησού.
Εν Αθήναις τη 18η Ιανουαρίου 1986, μνήμη του εν Αγίοις Πατρός ημών Αθανασίου του Μεγάλου.
Υ.Γ. Θα έγραφον ολίγα και διά τα όντως οσιακά τέλη Του, διότι συχνάκις τον επεσκεπτόμην εν τω «Ευαγγελισμώ» και εκαθήμην παρά την κλίνην Του, αλλ’ είμαι βέβαιος ότι, δι’ αυτά θα γράψουν λεπτομερώς αι Αδελφαί του Ησυχαστηρίου Του, αι οποίαι, εναλλασσόμεναι, τον διηκόνουν μετά πολλής στοργής και αφοσιώσεως επί 24ώρου βάσεως.>>!!!
Το ως άνω κείμενον εδημοσιεύθη εις την εφημερίδα: «Ορθόδοξος Τύπος», φ. 14-2-1986