Ο γέρο-Τρύφων είχε έλθη από την πατρίδα του την
Ρουμανία, το 1910, σε ηλικία 25 ετών, και «φυτεύθηκε» στο Περιβόλι της
Παναγίας, ψηλά στην κορυφή της Καψάλας, κοντά στον γέρο-Μιχαήλ. Ο Γέροντας του,
ήταν πολύ ευλαβής και παραδοσιακός. Έμοιαζε με τους παλαιούς Αββάδες. Ζούσε
πολύ ασκητικά και τα ελάχιστα πράγματα γιά την συντήρησή του τα οικονομούσε από
το απλό του εργόχειρο. Το εργόχειρό του ήταν να φτιάχνει κουτάλες. Όταν κάποιος
του έδινε μιά ευλογία, την δεχόταν μεν, αλλά έδινε και αυτός μιά ανάλογη ευλογία.
Κάποτε είχε στείλει τον αρχάριο τότε υποτακτικό
του Τρύφωνα σε μιά Μονή, γιά να δώσει το εργόχειρό τους και να περάσει και από τον
κηπουρό της Μονής να του δώσει μιά κουτάλα και να του ζητήσει ένα λάχανο. Ο
κηπουρός όμως, που εκείνη την στιγμή, γιά κάποιο λόγο, ήταν αφηρημένος, του
πέταξε ένα κοτσάνι από λάχανο με δύο άχρηστα φύλλα και συνέχισε τη δουλειά του.
Ο μοναχός Τρύφων το πήρε, χωρίς να πει τίποτε, και ξεκίνησε γιά την Καψάλα,
σκεπτόμενος σ' όλη την διαδρομή τον Γέροντα του, που ήταν ηλικιωμένος και τί
λάχανο θα έτρωγε! Ο Γέροντας του πάλι, όταν είδε το κοτσάνι με τα δύο φύλλα,
σκέφθηκε τί θα φάει ο υποτακτικός του. Του είπε ν’ ανάψει φωτιά και να βάλει
νερό στην κατσαρόλα. Πήρε ο Γέροντας το κοτσάνι, το έβαλε μέσα και το σταύρωσε.
Μετά από λίγη ώρα, έστειλε τον μοναχό Τρύφωνα να σηκώσει την κατσαρόλα από την
φωτιά. Και τί να δει! Ένα άσπρο κεφάλι λάχανο. «Ο Γέροντάς μου», σκέφθηκε, «έχει
αγιότητα… γιατί αλλιώς δεν εξηγείται».
Το 1917, όταν είχε πέσει μεγάλη πείνα, ο πατήρ
Τρύφων είχε βγει στη Χαλκιδική, με την ευλογία του Γέροντα του, και θέριζε σε Αγιορείτικα
Μετόχια κι έτσι οικονόμησε λίγο σιτάρι γιά τους ίδιους και τους γύρω Ασκητάς.
Από τότε μέχρι τον θάνατο του δεν ξαναβγήκε στον
κόσμο. Όλα του τα χρόνια τα έζησε ψηλά στην Καψάλα. Το πρόσωπό του ήταν εξαϋλωμένο
και φωτεινό, και μόνο που τον έβλεπες, έπαιρνες πνευματική δύναμη. Δύσκολα,
φυσικά τον εύρισκε κάποιος εκεί στην ερημιά που έμενε, γι' αυτό και δεν είχε
καθόλου ανθρώπινη παρηγοριά. Εκεί όμως που δεν υπάρχει ανθρώπινη παρηγοριά,
πλησιάζει η Θεία Παρηγοριά!
Κάποτε, ο ευλαβέστατος γέρο-Ιωάσαφ, από τον
Αγιογραφικό Οίκο των Ιωασαφαίων, είχε φιλοξενήσει μερικούς λαϊκούς, αλλά εκείνοι,
δυστυχώς, ενώ καλοπέρασαν, σκανδαλίσθηκαν μετά, γιατί νόμιζαν ότι έτσι
καλοπερνούν οι καλόγεροι. Ο γέρο-Ιωάσαφ, αποφάσισε τότε να τους γυρίσει στα
Καλύβια της Καψάλας. Αφού επισκέφθηκαν μερικούς Ασκητάς και έμειναν έκπληκτοι οι
λαϊκοί, τους πέρασε και από το Ασκητήριο του γέρο-Τρύφωνα. Όταν είδαν τον Γέροντα μέσα σ' εκείνη την εγκατάλειψη,
τα έχασαν. «Εγώ που έχω γνωριμίες με ανθρώπους, δεν έχω αυτή την χαρά που έχει ο
γέρο-Τρύφων, αλλά ούτε και την γνωριμία που έχει ο Γέροντας με τα άγρια ζώα και
τα πουλιά του ουρανού, που του κάνουν συντροφιά», είπε ο γέρο-Ιωάσαφ.
Και φωνάζει γιά να μαζευθούν τα πουλιά, αλλά
τίποτε. Μετά από λίγο νάτος και ο γέρο-Τρύφων με το σταμνί γιά να τους
προσφέρει λίγο νερό. «Τί τόπος είναι αυτός, γέρο-Τρύφωνα; Ούτε ένα πουλί δεν
έχει», είπε ο γέρο-Ιωάσαφ. «Μπρε, πώς δεν έχει πουλιά;», απάντησε με όλη του την
απλότητα ο Γέροντας. Φώναξε λοιπόν και γέμισε ο τόπος από διάφορα πουλιά. Άλλα
κάθισαν στους ώμους του και άλλα πάνω στην σκούφια του! Θαύμασαν οι επισκέπτες και
έφυγαν ωφελημένοι πνευματικά, δοξάζοντας τον Θεό.
Μιά άλλη φορά, ο παπά-Ξενοφών είχε χάσει τον δρόμο
προς την Καψάλα, και από ένα μονοπάτι βγήκε μπροστά στην καλύβη του γέρο-Τρύφωνα,
που ήταν μιά παράγκα με παλαιούς τενεκέδες ολόγυρα καρφωμένους, και πάνω στην
στέγη παλιολαμαρίνες, με κανα-δυό πλάκες, γιά να μην τις σηκώνει ο αέρας. Μπήκε
μέσα και τί να δει: Γκρεμισμένο απ' όλες τις μεριές το καλύβι και τα νερά να
τρέχουν από την στέγη. «Μήπως θέλεις να φροντίσω να σε πάρουν σε κάποιο
Μοναστήρι γιά να σε οικονομήσουν στα γεράματα;», τον ρώτησε ο παπά-Ξενοφών. «Μπρε,
ο Θεός οικονομάει και τα σκουλήκια μέσα στο χώμα και τα ταΐζει και τα
ζεσταίνει, κι εμένα το μεγάλο σκουλήκι δεν μπορεί να οικονομήσει; Τούβλο είμαι γιά να με πάρεις από δω και να
με βάλεις αλλού; Εδώ είναι ο Γέροντας μου Μιχαήλ, που έκανε με την ευχή του
το κοτσάνι, ολόκληρο κεφάλι λάχανο και εσύ θέλεις να με οικονομήσεις;»!!
Παρ' όλο που ζούσε ένα συνεχές μαρτύριο, με τη
φιλότιμη ασκητική ζωή του, ήταν ταπεινός. Συνέχεια έλεγε, με δάκρυα στα μάτια,
ότι δεν κάνει τίποτε σε σύγκριση με αυτά που έκαναν οι Άγιοι Πατέρες!!
Το 1978, ο Αθλητής του Χριστού Τρύφων τελείωσε την
πνευματική του πάλη στον Άθωνα. Έφυγε γιά την άλλη ζωή, σε ηλικία ενενήντα
τεσσάρων ετών!!!
Πηγή:
Αθωνική Πολιτεία, Αρ Φύλλου:268 – ΝΟΕ 2019 σελ.4