<<…όπως είναι φυσικό, η νοσταλγία των ανθρώπων τέτοιες χρονιάρες μέρες ταξιδεύει με το γρήγορο τρένο της φαντασίας σε χιονισμένα χωριουδάκια με ευτυχισμένα σπιτικά, με τ' αναμμένα τους τζάκια να σκορπούν σπιτίσια θαλπωρή, και τα γελαστά πρόσωπα των παιδιών, πίσω από τ' αχνισμένα τζάμια, ανακατεμένα με τα ροδοκόκκινα μάγουλα των χάρτινων αγγέλων που τα τριγυρίζουν. Και όλα να βλέπουν προς το καμπαναριό. Πότε θα σημάνει αξημέρωτα η καμπάνα γιά τη Χριστουγεννιάτικη Λειτουργία!
Φέτος, όμως, πάγωσε η θαλπωρή! Το τζάκι βράχηκε, και έσβησε από ένα βρώμικο χιόνι ματωμένο, που το κουβαλούν χαιρέκακα τα διαβολάκια της Κατοχής και της στέρησης. Κι ο κόσμος, παγωμένος και τρομαγμένος, βυθίστηκε σ' έναν συναισθηματικό λήθαργο. Στο σπίτι των Κατσωναίων τα παιδιά μαζεύονταν νωρίτερα τώρα γύρω από την σόμπα, και άρχιζαν να διηγούνται Χριστουγεννιάτικες Ιστορίες. Μερικές αληθινές από την καλή εποχή, αλλά οι περισσότερες φανταστικές. Πολλά παραμύθια με Χριστουγεννιάτικο περιεχόμενο, αλλά και τραγούδια. Κάμποσα βράδια, ευρισκόταν ανάμεσά τους κι ο Θεόφιλος (ορφανός, φίλος του Γιωργάκη). Απόψε, προπαραμονή των Χριστουγέννων, ο Γιωργάκης παρακαλούσε από νωρίς, ν' ακούσει να λένε γιά μιά ακόμη φορά «πώς γεννήθηκε ο Χριστός».
Παρακάλια και προς τη μητέρα του:
«Πέστε μας απόψε το παραμύθι, που μας ετοιμάσατε γιά τα Χριστούγεννα».
«Μην είστε τόσο ανυπόμονοι! Όλα στον καιρό τους», απαντούσε η μητέρα.
«Πέστε το απόψε, καλέ μαμά», επέμενε ο Γιωργάκης.
«Απόψε, καλέ μαμά», επανέλαβε σιγανά χαμογελώντας και ο Θεόφιλος.
«Λοιπόν, αφού επιμένετε τόσο, θα σας το πω απόψε».
«Πολύ ωραία, μαμά», φώναξε ενθουσιασμένος ο Γιωργάκης.
«Πολύ ωραία, μαμά», επανέλαβε χαμογελώντας πάντα και ο Θεόφιλος.
Την πρώτη φορά που η Μαντώ άκουσε τον Θεόφιλο να την φωνάζει «μαμά», προσπάθησε να μην δείξει καμμιά έκπληξη. Κατάλαβε αμέσως, πως μέσα από αυτή την επίκληση, που διατυπωνόταν με φανερό δισταγμό και μιά φαινομενικά αστεία μίμηση, ξεπηδούσε η έντονη επιθυμία αυτού του παιδιού, να γεμίσει το τρομακτικό κενό, που άφησε στην ζωή του η ορφάνια. Έτσι, κάθε φορά που ο Θεόφιλος επαναλάμβανε κάποια φράση, μόνο και μόνο γιά να αρθρώσει τη μαγική και αγαπημένη, απ' όλα τα παιδιά του κόσμου, λέξη, η Μαντώ χαμογελούσε με κατανόηση.
«Θα σας το έλεγα αύριο, που είναι παραμονή. Αφού όμως επιμένετε, αρχίζουμε: Κάποτε, στα πολύ παλιά χρόνια...», τα παιδιά φτιάχθηκαν καλλίτερα στις θέσεις τους.
«Όχι έτσι, να το αρχίσετε κανονικά», επέμενε ο Γιωργάκης.
«Ωραία, λοιπόν! Μιά φορά και έναν καιρό…», ξανάρχισε η Μαντώ, «ήταν ένα μικρό χωριουδάκι χτισμένο στην απότομη πλαγιά κάποιου λόφου. Ένα πανέμορφο χωριό καταπράσινο, με άφθονα τρεχούμενα νερά, που συναντιόντουσαν όλα στην πλατεία, και έτρεχαν μέσα από τρία μαρμάρινα κεφάλια λιονταριών. Όλα τα νερά, κατέληγαν σε μιά όμορφη λιμνούλα. Οι κάτοικοι, όμως, αυτού του χωριού ήταν πολύ δυστυχισμένοι. Εδώ και χρόνια είχαν ξεσπάσει καβγάδες και φασαρίες, και όλοι μισούνταν μεταξύ τους. Η μία οικογένεια διεκδικούσε τα χωράφια της άλλης, Και είχαν καθημερινά επεισόδια. Παράταγαν τις δουλειές τους και έτρεχαν στα δικαστήρια, και ούτε αγρούς ούτε λιβάδια καλλιεργούσαν. Έτσι, δεν πέρασε πολύς καιρός, έπεσε στο χωριό μεγάλη πείνα! Καβγάδες, λοιπόν, και πείνα στο όμορφο χωριουδάκι. Ήλθε και κάποια μέρα που δεν είχαν να φάνε τίποτε! Επλησίαζαν και τα Χριστούγεννα... Ο Θεός, όμως, είδε από ψηλά τη δυστυχία τους, και έστειλε έναν άγγελο να τους βοηθήσει. Ο άγγελος κατέβηκε στο χωριό, και χτύπησε σαν ξένος την πόρτα του πρώτου σπιτιού που συνάντησε. Του άνοιξαν κάτι θυμωμένοι άνθρωποι, που με μεγάλη δυσκολία τον άφησαν να μπει στο σπιτικό τους. Επλησίασε στο τραπέζι τους, πήρε στα χέρια του μιά άδεια πιατέλα, τη φύσηξε, και αμέσως γέμισε με λαχταριστούς μεζέδες! Πήρε ένα χοντρό κούτσουρο, και αυτό έγινε αμέσως πεντανόστιμο σαλάμι! Έπιασε μιά γλάστρα με φτέρη, και έγινε μιά υπέροχη σαλάτα! Ό,τι έπιανε στα χέρια του το μεταμόρφωνε σε μιά λαχταριστή λιχουδιά! Άναψε και μιά ωραία φωτιά στο παγωμένο τζάκι, και τους είπε: «Μπορώ να έρχωμαι κάθε μέρα και να σας φέρνω όλα τα καλά. Από εσάς θέλω μόνο ένα πράγμα. Να φωνάζετε τους συγχωριανούς σας γιά να τα τρώτε όλοι μαζί! Αυτά είπε ο άγγελος, και εξαφανίσθηκε από μπροστά τους. Τρέχει τότε ο νοικοκύρης του σπιτιού, και αρπάζει την πιατέλα φωνάζοντας: «Τι λες εκεί! Να δώσω εγώ σ' αυτούς να φάνε! Γιά τόσο κορόϊδο με περάσανε; Δεν τα πετάω καλλίτερα!». Αμέσως, όμως, ό,τι υπήρχε στην πιατέλα έγινε πέτρινο! Πήρε τη σαλάτα που ξανάγινε φτέρη. Τους έμεινε το σαλάμι. Φοβήθηκαν ότι θα χάσουν και αυτό, και έτρεξαν να προσκαλέσουν τους συγχωριανούς τους. Μαζεύτηκαν όλοι στο σπίτι και κάθησαν αμίλητοι στο τραπέζι. Άρχισαν τότε να κόβουν φέτες από το μεγάλο σαλάμι. Μα όσο κι αν έκοβαν, αυτό παρέμενε πάντα το ίδιο. Αλλά και η σαλάτα και η πιατέλα με τις λιχουδιές της, ξαναζωντάνεψαν μονομιάς. Ξέχασαν τότε τις έχθρες και τα μίση που τους χώριζαν και έφαγαν όλοι τους αδελφωμένοι. Κάθε βράδυ ο άγγελος πήγαινε και σε διαφορετικό σπίτι. Έτσι είχαν όλοι τους την ευκαιρία να φιλοξενήσουν τους άλλους στο σπιτικό τους. Ανήμερα μάλιστα των Χριστουγέννων, καλή ώρα όπως μεθαύριο, συμφώνησαν από την προηγούμενη μέρα να πάνε ξημερώματα στην Εκκλησιά, που είχαν χρόνια να λειτουργηθούν, γιά να παρακολουθήσουν τη Χριστουγεννιάτικη Λειτουργία. Μετά έστησαν ένα μεγάλο τραπέζι στην πλατεία του χωριού. Άναψαν και μιά φωτιά στη μέση της πλατείας, εκεί δίπλα στο μεγάλο τραπέζι, και σε λίγο η ζέστη από τη φωτιά, με το κρασί και το άφθονο φαγητό, θέρμαναν τις καρδιές των ανθρώπων, που άρχισαν να τραγουδούν χαρούμενα. Χόρεψαν και γλέντησαν αδελφωμένοι! Τα δέντρα γύρω από την πλατεία, φορτωμένα χιόνι που έλιωνε από τη φωτιά, ανακλαδίζονταν νωχελικά. Η χαρούμενη Χριστουγεννιάτικη μέρα συνεχίσθηκε γιά ώρες. Κανένας δεν ήθελε να τελειώσει! Έτσι με την αγάπη, ξαναγύρισε και η ειρήνη στο καταπράσινο χωριουδάκι»!
«Μαμά, πολύ ωραίο παραμύθι!» Γιατί, όμως, δεν έρχεται και σε εμάς ο άγγελος;», ερώτησε ο Γιωργάκης. «Εμείς τουλάχιστον δεν τσακωνόμασθε».
«Ίσως δεν ήλθε ακόμη η ώρα, παιδί μου», αποκρίθηκε η Μαντώ.
«Αν έλθη, μπορούμε να τον δούμε; Μήπως μπορούμε να δούμε τον Θεό;», ερώτησε με κάποια δυσπιστία ο Θεόφιλος.
«Να σου πω, παιδί μου», απάντησε η Μαντώ, «όταν περπατάς στην εξοχή μιά ανοιξιάτικη μέρα με ήρεμη καρδιά και καθαρή τη σκέψη σου, μέσα στην ομορφιά της φύσης και στα αρώματα των λουλουδιών, μπορείς να δεις τον Θεό. Και εάν δεν Τον διακρίνεις ολοκάθαρα, τότε παρατήρησε προσεχτικά τα έργα Του. Κοίταξε τα θαυμαστά της Δημιουργίας Του, και κάνε μιά διπλή και πρακτική σκέψη. Όταν βλέπεις ένα πανέμορφο σπίτι, που σου κάνει μεγάλη εντύπωση, μπορείς ποτέ να φαντασθής πως αυτό το σπίτι ξεφύτρωσε μοναχό του κάποια στιγμή με μαγικό τρόπο; Ασφαλώς όχι! Το έφτιαξαν άξια χέρια μαστόρων, που βέβαια δεν τους βλέπεις. Έτσι και εδώ. Βλέπεις τη θαυμαστή φορεσιά της φύσης, και νοιώθεις γύρω σου την παρουσία του Θεού!».
«Αύριο, που είναι παραμονή Χριστουγέννων, θα πάμε να κοινωνήσουμε, είπε χαμογελώντας η Μάρθα (η αδελφούλα του Γιωργάκη).
«Εγώ δεν μπορώ να κοινωνήσω αύριο, επειδή σήμερα έφαγα λάδι», είπε ο Θεόφιλος.
«Θέλεις να πεις πως το μεσημέρι έφαγες τη μερίδα του συσσιτίου;» τον ερώτησε η Μαντώ.
«Ναι, τα φασόλια. Αυτά μου έδωσε η Θεία μου».
«Δεν πειράζει, παιδί μου! Και εμείς το ίδιο φάγαμε. Από το φαγητό αυτό και δυό πιάτα να φας έχει τόσο λίγο λάδι που δεν μετράει καθόλου! Αυτό λέει ο παπα-Θεοδώρητος».
«Α…, δεν το 'ξερα αυτό», είπε με ενδιαφέρον ο Θεόφιλος. Μετά ψαχούλεψε στον κόρφο του, έβγαλε έναν μεγαλούτσικο γυαλιστερό Σταυρό περασμένο σε σπάγκο. Τον εκοίταξε. Ύστερα, με μία αυθόρμητη κίνηση τον φίλησε, και τον ξανάβαλε στον κόρφο του.
«Έχει μέσα τίμιο ξύλο;», ερώτησε η Κάτια (η άλλη αδελφούλα).
«Όχι, δεν έχει. Αλλά κάποτε θα βρω και θα βάλω. Μου τον έδωσε η μητέρα μου, όταν ήμουνα πολύ μικρός. Από τότε δεν τον αποχωρίσθηκα ποτέ».
Σώπασαν! Ο Θεόφιλος, διώρθωνε αμήχανα τα ακατάστατα μαλλιά του, γυρίζοντας τις άκρες τους.
«Τί να πει κανείς, παιδιά μου, γι’ αυτούς τους καιρούς που ζούμε», έσπασε τη σιωπή, ο πατέρας της οικογένειας, ο κυρ-Σωτήρης. «Εδώ εφαρμόζεται η παροιμία που λέει: “Νηστεύει ο δούλος του Θεού, γιατί δεν έχει να φάει!”. Βέβαια, θα είμασταν ευτυχείς αν είχαμε τα καλά του Θεού, και όταν το απαιτούσαν οι μέρες νηστεύαμε, γιά να Τον δοξάσουμε! Με τη θέλησή μας, όμως, όχι έτσι».
«Αύριο, δυστυχώς, δεν θα πούμε τα κάλαντα», είπε ο Γρηγόρης (ο αδελφός του Γιωργάκη) με απογοήτευση. «Μπαμπά, μήπως μάθατε αν επιτρέψουν να τα πούμε;».
«Μα γιατί να μην επιτρέψουν;», ακούσθηκε η Μάρθα.
«Έχεις δίκηο, φιλαράκο. Πού τα θυμήθηκες τα κάλαντα;», χαμογέλασε ο Θεόφιλος.
«Δεν νομίζω ότι υπάρχει λόγος να απαγορεύσουν στα παιδιά να πούνε τα κάλαντα», είπε ο πατέρας. «Αν και αυτό το απίθανο ακούσθηκε! Αλλά έχει τόση παγωμάρα ο κόσμος, που κυρίεψε και τα παιδιά και δεν έχουν διάθεση να τα πούνε εφέτος. Πού να πούνε τα κάλαντα και τί να τους δώσουν…; Γλυκά ή μήπως χρήματα…; Ας είμασθε καλά του χρόνου, ίσως τα πράγματα να είναι διαφορετικά.», κατέληξε, χωρίς να το πολυπιστεύει ο κυρ-Σωτήρης.
«Πάντως, Θεόφιλε. αν θέλεις να μεταλάβεις αύριο με τα παιδιά, προλαβαίνεις απόψε να δεις τον παπα-Θεοδώρητο, και βέβαια να πλυθής όπως θα κάνουμε σε λίγο όλοι μας», είπε η Μαντώ….
Ο κυρ-Σωτήρης τράβηξε την αλυσιδίτσα με το ρολόι από το τσεπάκι του γιλέκου του, το κοίταξε και είπε: «Ελάτε να διαβάσουμε το «Απόδειπνο»…>>
Πηγή: «Οι Άγγελοι του τελευταίου Χειμώνα» - Εκδόσεις Έαρ