Διαβάζοντας το βιβλίο «Ο ΠΑΠΑΚΑΛΟΓΕΡΟΣ Νικόλαος Πλανάς» του
Δημήτρη Φερούση ταξιδεύουμε στα χρόνια του ξενιτεμού του μικρού Νικόλα (πλέον
Αγίου Νικολάου Πλανά), με την μητέρα του Αγουστίνα και την αδελφή του, από την
Νάξο στην Αθήνα. Η εικόνα της τότε
Αθήνας και του κόσμου της, την δεκαετία του 1870-1880, ΔΕΝ διαφέρει καθόλου από το καθημερινό σκηνικό που βλέπουμε στην δικιά
μας παρηκμασμένη εποχή.
Το εντυπωσιακό και συγχρόνως
ελπιδοφόρο ήταν και είναι ότι όπως και
τότε έτσι και σήμερα δεν εμποδίζει σε τίποτα η παρακμιακή κατάσταση, τους αποφασισμένους
ανθρώπους να γίνουν ΑΓΙΟΙ. Τότε,
Άγιος Νικόλαος Πλανάς, Άγιος Νεκτάριος και οι δύο “Άγιοι” Αλέξανδροι των γραμμάτων
μας, Παπαδιαμάντης και Μωραϊτίδης.
Σήμερα, Άγιος Πορφύριος, Άγιος Παΐσιος, ο σοφός π.Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος και τόσοι
άλλοι που ζουν και στις ημέρες μας και δεν θα εκλείψουν ποτέ!! Παραθέτουμε ένα μικρό απόσπασμα από το συγκεκριμένο βιβλίο:
[Ο ΞΕΝΙΤΕΜΟΣ ΣΤΟ ΚΑΜΙΝΙ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΒΑΒΥΛΩΝΑΣ
Όταν η κυρά-Αυγουστίνα με τα παιδιά της
έφτασαν από την Νάξο στην Αθήνα ήταν η δεκαετία του 1870-1880. Κι η πόλη
βρισκόταν χωρισμένη στα δύο! Στην Αθήνα των Βαβαρών και στην Αθήνα των
ταπεινωμένων φτωχών και δύστηνων ανθρώπων. Η πρωτεύουσα τότε άρχιζε από την
Παναγία της Βλασσαρού στα δυτικά της Ακρόπολης, και διαμέσου της οδού Αιόλου
και Αθηνάς έφτανε ίσαμε τα Χαυτεία στην αρχή της Πατησίων.
Ως πάτησε το πόδι της η γυναίκα στην Αθήνα
δεν τρόμαξε ούτε εντυπωσιάστηκε. Μα παρευτύς, ως άνθρωπος με αυξημένη αίσθηση
της πραγματικότητας και ρεαλισμό, τράβηξε για την συνοικία του Ψυρρή όπου εκεί
γύρω στους Αγίους Αναργύρους υπήρχαν από καιρό εγκατεστημένοι κι άλλοι Ναξιώτες
συγγενείς και φίλοι.
Σε προηγούμενο, ανύποπτο καιρό η
κυρά-Αυγουστίνα είχε αλληλογραφήσει με κάποιους απ’αυτούς. Και της είχαν
υποσχεθεί ότι εάν κάποτε αποφάσιζε να μεταναστέψει, θα την βοηθούσαν. Πράγμα
που έγινε. Κι έτσι στο άψε-σβήσε η χήρα γυναίκα βρήκε ένα σπιτόπουλο στην αρχή
κι ύστερα άλλο. Μα τελικά εγκαταστάθηκε ανάμεσα στον Αι-Γιάννη της Πλάκας
(Γαργαρέτα) και στην έρημη τότε περιοχή του Αι-Παντελεήμονα Ιλισσού, δίχως
πολλές απαιτήσεις και δισταγμούς.
Δύσκολες μέρες και τρικυμισμένες νύχτες για
μια ξένη γυναίκα με δύο ορφανά, που ξεριζώθηκαν από τον παράδεισο του τόπου
τους, για να έρθουν σε μια νέα, μεγάλη πολιτεία, ως η Αθήνα.
Δέος σε έπιανε τότε μπροστά στα μεγέθη της
εποχής , στους άλλους ρυθμούς, στο άλλο πνεύμα, στις άλλες αντιλήψεις που
επικρατούσαν, στις άλλες συμπεριφορές!
Ήταν χρόνια μεταβατικά για την Αθήνα,
κρίσιμα, μα και σκληρά. Η παλιά παράδοση έσπαζε. Νέοι προσανατολισμοί και νέοι
τρόποι ζωής εισορμούσαν στους λιγοστούς κατοίκους της που δεν ξεπερνούσαν τις
εξήντα χιλιάδες. Αληθινή κοσμογονία γινόταν στις μετακινήσεις, στα πνεύματα,
στους θεσμούς, στις διαθέσεις και στις επιδιώξεις. Από παντού φύτρωναν
καινούργιες ιδέες, άλλα πρότυπα. Κι όλοι ήταν στραμμένοι στα φρέσκα ρεύματα,
κυρίως στα ευρωπαϊκά, που έρχονταν όχι
μόνο να αλλάξουν, μα και να ανατρέψουν κάθε ιερό και όσιο που έθρεψε και πολλές
φορές έσωσε το λαό από τον κατήφορο και τον αφανισμό.
Ξεχωριστά η τότε διανόηση είχε κυριολεκτικά
αφηνιάσει!.. Κάθε Ελληνικό, πατριωτικό,
ορθόδοξο και παραδοσιακό το λοιδορούσε, το πέταγε ως άχρηστο ή το αγνοούσε.
Και στην θέση του πρότεινε μόνιμα, πρότυπα άσχετα με τον Ελληνικό χαρακτήρα και
τον τρόπο ζωής του γνήσιου Γραικού.
Η Αθήνα είχε φτάσει έτσι σε ένα τέτοιο
σημείο θολότητας και τρέλας, ώστε δεν
μπορούσε ένας χριστιανός να κάνει το σταυρό του, όταν περνούσε έξω από μια
Εκκλησία, ούτε όταν καθόταν στο τραπέζι κάποιας ταβέρνας για να δειπνήσει.
Τον περιγελούσαν φωναχτά ή του πετούσαν σημαδιακές κουβέντες, τις οποίες ευθύς
συμμερίζονταν οι θαμώνες κι όλοι μαζί τότε χαχάνιζαν και γινότανε του σκοτωμού!
Κάποτε μάλιστα τα επεισόδια αυτά και οι αντεγκλήσεις έφταναν στα χέρια!..
Από το 1885 μάλιστα, μαζί με την επιφανειακή
πολυτέλεια που είχε εισαχθεί στην Αθήνα, ήρθε και η διαφθορά. «…Τίμιες κερδοφόρες εργασίες δεν υπήρχαν!».
Και «…τα κορίτσια έπαιρναν τον κακό δρόμο προπάντων για να κάνουν τα λούσα
τους, την επίδειξη τους».
Εξάλλου,
η αθεΐα, η διαφθορά, η ρέμπελη ζωή ήταν δείγμα «κοινωνικής ακμής!», προόδου
και ατσιδοσύνης. Και αν ζούσε ο Διογένης σε αυτή την εποχή θα έψαχνε και πάλι
με το φανάρι στο χέρι για να βρει ένα Ρωμιό με ψυχή, με αληθινά αισθήματα, με
Ρωμιοσύνη. Ή να έχει αγάπη για τους συνανθρώπους του και τις παραδόσεις της
πατρίδας του.
Ο Ιωάννης Κονδυλάκης στους «Άθλιους των
Αθηνών» βασικά σε αυτή την εποχή αναφέρεται. Στην Αθήνα δηλαδή που είχε
μεταβληθεί σε μια χοάνη νέας Βαβυλώνας.
Οι Ρωμιοί είχαν κερδίσει βέβαια την λευτεριά
τους και είχαν στήσει όπως-όπως ένα δικό τους βασίλειο. Μα έχαναν σιγά σιγά την
ψυχή τους. Εγκατέλειπαν το Θεό και την
πίστη τους. Και σκλάβωναν τον εαυτό τους σε άλλα, πιο σκληρά κι απάνθρωπα
αφεντικά.
«Ότι ιερό φυλάξαμε τετρακόσια χρόνια σκλαβιάς ποδοπατιέται,
ότι μας κράτησε όρθιους, σαν ασάλευτο αντιστύλι γκρεμίζεται. Σε τέτοιο
γιουρούσι του σατανά, κάθε υποταγή είναι άρνηση του Χριστού, άρνηση της πίστης
και παράδοση στον διάβολο».
Κωστής Μπαστιάς ]