Στο ξενοδοχείο της Λαύρας διακονούσε ο μοναχός
Ιάκωβος. Ο μοναχός αυτός μαγείρεψε κάποτε μεγάλη ποσότητα φάβας και όση του
περίσσευσε την πέταξε από το παράθυρο στον χείμαρρο. Ένας άγιος γέροντας από
τον πύργο απέναντι το πήρε είδηση. Και αργότερα χωρίς να γίνει αντιληπτός πήγε
και την μάζεψε. Μετά από λίγες ημέρες παρέθεσε γεύμα στον Ιάκωβο. Όταν τελείωσε
το γεύμα του λέει: Συγχώρεσε με αδελφέ, γιατί δεν σε ευχαρίστησα με το μαγείρεμα
μου. Αντίθετα, Άγιε Πάτερ πολύ με ευχαρίστησες. Σου ομολογώ ότι έχω πολλά
χρόνια να δοκιμάσω τόσο νόστιμο και καλομαγειρεμένο φαγητό. Ώστε σου άρεσε.
Ξέρεις όμως ποια φάβα ήταν αυτή; Ποια του λέει ο Ιάκωβος; Εκείνη που πέταξες
προ ημερών στον χείμαρρο. Σ’αυτά τα τελευταία λόγια ο μοναχός ένοιωσε πολύ
άσχημα. Με σκυμμένο το κεφάλι, ντροπιασμένος αμίλητος, σκεπτόταν το μάθημα που
του έδωσε ο γέροντας.