Όταν ο αββάς Αντώνιος ασκήτευε στην έρημο, έπεσε κάποτε σε ακηδία και σε μεγάλη σύγχυση των λογισμών του, και έλεγε στον Θεόν:
«Κύριε, θέλω να σωθώ, αλλά δεν μ᾿ αφήνουν οι λογισμοί μου. Τί να κάνω με τη θλίψη μου αυτή; Πώς να σωθώ;».
Κάποια στιγμή, λοιπόν, εβγήκε λίγο προς τα έξω και βλέπει κάποιον σαν τον εαυτό του, να κάθεται και να κάνει εργόχειρο. Μετά από λίγο, άφηνε το εργόχειρο, σηκωνόταν και προσευχόταν, και ξανά καθόταν και συνέχιζε να πλέκει το καλάθι του. Ύστερα πάλι σηκωνόταν γιά προσευχή.
Ήταν Άγγελος Κυρίου, που είχε σταλθή, γιά να βοηθήσει τον Άγιο Γέροντα και να του διδάξει τον τρόπο, που θα ξεπερνούσε την συγκεκριμένη θλίψη του!
Στην συνέχεια, άκουσε τον Άγγελο να του λέει:
«Κάνε και εσύ το ίδιο και θα σωθής»!
Και ο Μέγας Αναχωρητής, πήρε μεγάλη χαρά και κουράγιο. Και έτσι ενεργώντας προώδευε στο έργο της σωτηρίας του!
Μέγα Γεροντικόν