Τετάρτη 6 Ιουλίου 2022

ΝΑ ΕΙΜΕΘΑ ΠΟΛΥ ΠΡΟΣΕΚΤΙΚΟΙ ΕΙΣ ΤΑΣ ΚΡΙΣΕΙΣ ΜΑΣ.

        Η δασκάλα σήμερα, αποφάσισε να ξεκινήσει το μάθημα της, με την παρακάτω ιστορία:

        «Ένα πλοίο άρχισε να βουλιάζει στη θάλασσα και έπρεπε άμεσα να εκκενωθή. Ένα ζευγάρι επιβατών, έτρεξε γρήγορα προς τις σωσίβιες λέμβους. Όταν έφθασαν όμως, είδαν έντρομοι ότι υπήρχε χώρος γιά να σωθή μόνο ένα άτομο. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, ο άνδρας πριν προλάβει να αντιδράσει η σύζυγος του, πήδηξε μέσα στη βάρκα... Τότε η γυναίκα του, η οποία παρέμεινε στο πλοίο που βυθίζονταν, φώναξε στον σύζυγό της κλαίγοντας, μία φράση…» 

        Η δασκάλα σταμάτησε την αφήγηση της, γύρισε προς τη τάξη και ερώτησε τα παιδιά:
        «Τί νομίζετε ότι φώναξε η σύζυγος;»
        Οι περισσότεροι μαθητές, απάντησαν ότι η σύζυγος φώναξε:
        «Σε μισώ…».
        «Δεν το περίμενα ποτέ αυτό από εσένα…».
        «Νόμιζα ότι με αγαπούσες…».
        Οι απαντήσεις πήγαιναν και ερχόντουσαν. Η δασκάλα, όμως, παρατήρησε τον Νικόλα ο οποίος παρέμενε σιωπηλός, και τον ερώτησε, τί επίστευε εκείνος ότι φώναξε η σύζυγος.
        Και ο Νικόλας απάντησε:
        «Κυρία, νομίζω ότι του φώναξε: “Να προσέχεις τα παιδιά μας”».
        Έκπληκτη η δασκάλα τον ερώτησε:
        «Έχεις ακούσει ξανά αυτή την ιστορία;»
        Το αγόρι κούνησε το κεφάλι του αρνητικά, λέγοντας:
        «Όχι! Αλλά αυτό ήταν, που είπε και η δική μου μητέρα στον πατέρα μου, λίγο πριν πεθάνει, μετά από μακροχρόνια ασθένεια»!
         

        Η δασκάλα, τότε, γύρισε προς τα παιδιά και τους είπε με χαμηλή φωνή:
        «Η απάντηση του Νικόλα είναι η σωστή. Το πλοίο τελικά βυθίσθηκε και όλοι όσοι δεν κατάφεραν να ανέβουν στις λέμβους πνίγηκαν. Ο άνδρας τελικά επέστρεψε στο σπίτι του, και μεγάλωσε τις δύο του κόρες, μόνος.
    
    Πολλά χρόνια αργότερα, μετά το θάνατο του πατέρα τους, η μία κόρη ευρήκε τυχαία το ημερολόγιο του, όπου και είχε αποτυπώσει την ιστορία μας με κάθε λεπτομέρεια. Ανακάλυψε, δηλαδή, ότι η μητέρα της, πριν επιβιβασθή στο πλοίο, είχε διαγνωσθή με μία ανίατη ασθένεια και ότι θα πέθαινε σύντομα.
    
    Την κρίσιμη στιγμή, λοιπόν, του ναυαγίου, ο πατέρας έκανε αυτό που πίστευε ότι ήταν σωστό. Όχι γι’ αυτόν, αλλά γιά τις δύο κορούλες τους. Μάλιστα, είχε γράψει στο ημερολόγιο το εξής, απευθυνόμενος στην σύζυγό του:
    
    «Ήθελα τόσο πολύ να μείνω μαζί σου στο πλοίο αγαπημένη μου! Ήθελα να πεθάνουμε μαζί! Αλλά γιά χάρη των παιδιών μας, επέλεξα να σε αφήσω μόνη!»!
    
     

        Τα παιδιά, ακούγοντας πώς τελείωσε η ιστορία αυτή, έμειναν γιά αρκετά λεπτά σιωπηλά. Η δασκάλα τότε προσπάθησε να δώσει στα παιδιά να καταλάβουν το νόημα αυτής της ιστορίας, λέγοντας τους:
        «Δεν πρέπει να επικεντρώνεται κάποιος μόνο στην επιφάνεια των πράξεων τρίτων, και να κρίνει τους άλλους χωρίς να προσπαθήσει καν να κατανοήσει τις πράξεις τους και τον σκοπό που έχουν.
        Αν έχετε βγει να φάτε με κάποιον φίλο και προσφερθήτε να πληρώσετε τον λογαριασμό, δεν το κάνετε γιατί έχετε πολλά χρήματα και θέλετε να κάνετε επίδειξη, αλλά γιατί βάζετε την φιλία σας πάνω από τα χρήματα.
        Όσοι ζητούν συγγνώμη μετά από έναν καυγά, δεν το κάνουν επειδή ξέρουν ότι υποστήριζαν την λάθος άποψη, αλλά επειδή εκτιμούν και αγαπούν περισσότερο τον άνθρωπο δίπλα τους.
        Εκείνοι που είναι πρόθυμοι να σας βοηθήσουν, δεν το κάνουν επειδή σας χρωστάνε κάτι, αλλά επειδή σας βλέπουν ως έναν άνθρωπο φίλο και αδελφό που χρειάζεται βοήθεια!»!