Κάποιος χωρικός, περιέπαιζε τον γείτονά του, διότι αντί να εργάζεται την Κυριακή, όπως έκανε εκείνος, αυτός πήγαινε στην Εκκλησία και έτσι, κατά τα λεγόμενα του, έχανε τον χρόνο του…
Κάθε Κυριακή, λοιπόν, ο ευλαβής χωρικός άκουγε τα περιπαικτικά σχόλια του γείτονά του, χωρίς να αντιδρά, μέχρι που κάποια Κυριακή ξεκινώντας γιά την Εκκλησία, δεν άντεξε και του λέει:
«Υπόθεσε αδελφέ μου ότι, έχω στην τσέπη μου επτά λίρες και βγάζω τις έξι και στις προσφέρω. Τί θα έλεγες γιά μένα;».
«Ότι είσαι γενναιόδωρος», απάντησε ο γείτονας.
«Πολύ καλά», συνέχισε ο ευλαβής χωρικός, «αλλά εσύ αντί να με ευγνωμονείς γιά την προσφορά μου, ορμάς εναντίον μου και παίρνεις και την έβδομη χρυσή λίρα… Tί θα σκεπτόσουν γιά τον εαυτό σου και την πράξη που έκανες;».
«Σίγουρα θα ήμουν κλέπτης και ληστής και μάλιστα άξιος γιά κρέμασμα...», απάντησε ο γείτονας.
«Αδελφέ μου, δυστυχώς, αυτή είναι η πραγματική δικιά σου ιστορία. Και να εξηγηθώ: Ο Θεός με την Άπειρη Ευσπλαγχνία Του, σου χάρισε έξι μέρες γιά να εργάζεσαι και κράτησε την μία ημέρα, την Κυριακή, γιά Εκείνον! Εσύ όμως…, αντί να φανής ευγνώμων, παίρνεις και την έβδομη ημέρα της Κυριακής γιά δική σου», είπε ο ευλαβής χωρικός και συνέχισε τον δρόμο του, γρήγορα-γρήγορα, γιά την Εκκλησία!!