Αρρώστησε κάποιος από τους Γέροντες της Σκήτης και επειδή δεν μπορούσε να δεχθή τροφή, τον παρακαλούσε, πολλές ημέρες, ο μαθητής του, να του κάνει λίγο κουρκούτι από σιμιγδάλι. Με τα πολλά, εδέχθη ο γέροντας. Επήγε λοιπόν ο αδελφός, ετοίμασε το φαγητό και το έφερε στον γέροντα.
Όμως, κατά την προετοιμασία του γεύματος, υπήρχε κρεμασμένο ένα αγγείο με λίγο μέλι μέσα, αλλά και ένα άλλο όμοιο αγγείο με λάδι από λινόσπορο... Μύριζε μάλιστα αυτό, γιατί ήταν από πολύ καιρό και προοριζόταν γιά το λυχνάρι. Ο αδελφός λοιπόν, κατά λάθος, έβαλε στο φαγητό του Γέροντα από το αγγείο με το χαλασμένο λάδι, αντί από το αγγείο με το μέλι...
Ο Γέροντας δοκίμασε μία κουταλιά από το αχνιστό φαγητό, αλλά δεν έβγαλε μιλιά. Ο αδελφός επέμεινε, να πάρει και δεύτερη κουταλιά, και ο Γέροντας βιάζοντας τον εαυτό του, έφαγε!! Του δίνει τότε και τρίτη κουταλιά, αλλά δεν θέλησε να την φάγει, λέγοντας:
«Αλήθεια, παιδί μου, δεν μπορώ…».
Και ο αδελφός γιά να τον πείσει, του λέει:
«Ωραίο είναι, αββά μου, να, και εγώ θα φάω μαζί σου».
Μόλις όμως το δοκίμασε και αντιλήφθηκε τί έκανε, έπεσε με το πρόσωπο στη γη λέγοντας:
«Αλλοίμονό μου, αββά, σε σκότωσα... Μου φόρτωσες την αμαρτία, που δεν μίλησες…».
Και ο Γέροντας του λέει:
«Παιδί μου, μη θλίβεσαι!
Εάν ήθελε ο Θεός να φάω μέλι, μέλι θα είχες βάλει!»!!
Μέγα Γεροντικό.