Κάποτε συνέβη το ακόλουθο περιστατικό:
Λέει ο Γέροντας μας στους πατέρες, στο πέρας της Θείας Λειτουργίας:
«Πατέρες, καθήστε να πιούμε ένα νερό».
Και οι πατέρες δέχθηκαν.
Ένας υποτακτικός, τότε, λέει:
«Γέροντα, αυτό που κάνεις δεν είναι καλό. Οι πατέρες να φύγουν σιωπώντες, να πάνε στα κελιά τους, στα σπίτια τους…».
Και ο Γέροντας του απαντά:
«Παιδί μου, εσύ είσαι υποτακτικός και συμβουλεύεις τον Γέροντα; Δεν κάνεις καλά. Να πεις, να είναι ευλογημένο, Γέροντα».
Ο υποτακτικός ανταπάντησε λέγοντας:
«Μα έτσι κι έτσι κι έτσι...»
Τελικά τα κατάφερε ο πειρασμός και τον έβγαλε από την σκέπη του Γέροντα... Έφυγε και πήγε στα Καρούλια... Άρχισε να κάνει «ελαττωματικά» τα πνευματικὰ... Μετά πήγε σ᾿ άλλο μέρος… Στο τέλος πήγε μοναχός του, να μείνει κάπου...
Μετά από αρκετό καιρό, πέρασε κάποιος ερχόμενος από την Πάτρα και μου λέει:
«Πάτερ-Εφραίμ, ο τάδε είναι ιερεύς;», αναφερόμενος στον υποτακτικό.
«Όχι», του απαντώ.
«Μα... Όταν του εκτύπησα την πόρτα, αυτός μου άνοιξε και με εσταύρωσε. Εγώ αμέσως τον ερωτώ “Είσθε ιερεύς;” και απάντησε ως εξής: “Μόλις τελείωσα την Λειτουργία”…».
Βλέπετε; Επίστευσε τον λογισμό
του… Έφυγε από τον Γέροντά του, έφυγε από τους συνασκητές του, αυτοχειροτονήθηκε
ιερεὺς κι έτσι ετελείωσε...
Γι’ αυτό, ο μοναχός δεν πρέπει να πιστεύει στον λογισμό του.
Έχεις κάποιο λογισμό;
Να τον πεις στον Γέροντά σου! Κι ό,τι ο Θεός φωτίσει τον Γέροντα, αυτό ν᾿ ακούσεις! Μην πιστεύεις τον λογισμό σου. Διότι ο διάβολος δεν βιάζεται. Λίγο, λίγο, λίγο και σε θα σε πάει εκεί που θέλει αυτός...