<<Ένας κορυδαλλός είχε τη φωλιά του σ’ ένα χωράφι σπαρμένο με σιτάρι.
Είχε πλησιάσει όμως η εποχή του θερισμού και η μητέρα ήξερε ότι, κάποια μέρα θα έλθουν οι θεριστές, θα ανακαλύψουν τη φωλιά και ίσως να κινδυνεύσουν τα πουλάκια της που ήταν μικρά ακόμη και δεν μπορούσαν να πετάξουν...
Κάθε πρωΐ, λοιπόν, πριν φύγη γιά να τους μαζέψη τροφή, έλεγε στα πουλάκια της:
«Θέλω να ακούτε προσεκτικά τί λέει το αφεντικό όταν έρχεται στο χωράφι και να μου το λέτε όταν γυρίζω».
Πραγματικά τα πουλάκια έστηναν αυτί κάθε φορά που έβλεπαν το αφεντικό να φθάνη στο χωράφι.
Μία μέρα τα μικρά περίμεναν κατατρομαγμένα τη μητέρα τους:
«Μαμά, πρέπει να φύγουμε αμέσως! Σήμερα πέρασε ο γεωργός, συζητούσε με τον γιο του και είπε ότι το σιτάρι είναι έτοιμο γιά θέρισμα. Ζήτησε μάλιστα, από τον γιο του να καλέση τους γείτονές τους, γιά να έλθουν αύριο το πρωΐ, να αρχίσουν το θέρισμα».
«Μην ανησυχήτε!», τα καθησύχασε αυτή. «Αν ο γεωργός περιμένη από τους γείτονες να τον βοηθήσουν να θερίση το σιτάρι, είμασθε ασφαλείς ακόμη».
Σε λίγες μέρες η μητέρα ξαναβρήκε κατατρομαγμένα τα παιδιά της:
«Μαμά, πρέπει να φύγουμε αμέσως! Σήμερα ήλθε ο γεωργός και είπε στον γιο του ότι, αφού οι γείτονες δεν έρχονται να βοηθήσουν, να πάη να καλέση τους συγγενείς γιά ν’ αρχίσουν αύριο τον θερισμό».
«Μην ανησυχήτε!», τα καθησύχασε πάλι αυτή. «Αν ο γεωργός περιμένει τους συγγενείς να τον βοηθήσουν να θερίση το χωράφι του, είμασθε ασφαλείς ακόμη».
Πέρασαν κάμποσες μέρες και η μητέρα γυρίζοντας ευρήκε πάλι κατατρομαγμένα τα πουλάκια:
«Μαμά, πρέπει να φύγουμε αμέσως! Σήμερα ήλθε ο γεωργός και είπε στον γιο του ότι, αφού ούτε οι γείτονες, ούτε οι συγγενείς δεν έρχονται να βοηθήσουν, τότε θα πρέπη να προσλάβη θεριστές, γιά να αρχίσουν το θέρισμα αύριο».
«Τώρα τα πράγματα αλλάζουν», τούς είπε η μητέρα. «Φαίνεται ότι ο γεωργός άρχισε να παίρνη τα πράγματα στα χέρια του, αντί να στηρίζεται στους άλλους.
Ετοιμασθήτε, λοιπόν, θα φύγουμε απόψε!»>>!!
Μύθος από την Χιλή.
Πηγή κειμένου: «Η Σοφία των Λαών», Χρήστος Μαγγούτας. Σελ. 287.
