Όταν ήμουν παιδί επισκεπτόμουν συχνά με τους γονείς
μου το Μοναστήρι της Βορόνα. Εκεί άκουσα για κάποιον ησυχαστή Βενιαμίν. Ήταν μεγαλόσχημος
μοναχός και αγωνιζόταν στην ησυχαστική Σκήτη της Βορόνα, τέσσερα χιλιόμετρα από
το Μοναστήρι. Οι γεροντότεροι μοναχοί έλεγαν, πως αυτός ο ησυχαστής έφερε επάνω
του την χάρη του Θεού τόσο πλούσια, ώστε ακόμα και τα άγρια θηρία τον
συντρόφευαν ειρηνικά και τον τιμούσαν.
Ο ησυχαστής Βενιαμίν βάδιζε ανυπόδητος χειμώνα-καλοκαίρι σε όλη του την ζωή και τρεφόταν μόνο μετά την δύση του ηλίου, με σπόρους και ξερό ψωμί, και επαναλάμβανε την Ευχή συνεχώς. Μία νύχτα, που ήρθε από την Σκήτη στο Μοναστήρι για να πάρει το ψωμί του, τον ακολούθησε μία αγέλη λύκων. Στάθηκαν στην πύλη της Μονής και τον περίμεναν. Εκείνος, αφού μπήκε μέσα και προμηθεύθηκε τα αναγκαία από τον οικονόμο, τον άρτο και τον οίνο για την Θεία Κοινωνία, έφυγε. Οι πιστοί του σύντροφοι - οι λύκοι- τον περίμεναν υπομονετικά και μετά τον ακολούθησαν και πάλι μέχρι την Σκήτη του.
Ο ησυχαστής Βενιαμίν βάδιζε ανυπόδητος χειμώνα-καλοκαίρι σε όλη του την ζωή και τρεφόταν μόνο μετά την δύση του ηλίου, με σπόρους και ξερό ψωμί, και επαναλάμβανε την Ευχή συνεχώς. Μία νύχτα, που ήρθε από την Σκήτη στο Μοναστήρι για να πάρει το ψωμί του, τον ακολούθησε μία αγέλη λύκων. Στάθηκαν στην πύλη της Μονής και τον περίμεναν. Εκείνος, αφού μπήκε μέσα και προμηθεύθηκε τα αναγκαία από τον οικονόμο, τον άρτο και τον οίνο για την Θεία Κοινωνία, έφυγε. Οι πιστοί του σύντροφοι - οι λύκοι- τον περίμεναν υπομονετικά και μετά τον ακολούθησαν και πάλι μέχρι την Σκήτη του.
(Από μία συζήτησι με τον Ιερομόναχο
Κασσιανό της Μονής Σιμπάστρια της Ρουμανίας).