<<Κάποτε, χρόνια πριν, βρέθηκα στο μουσείο Πικάσο του Παρισιού παρέα μ' έναν ηλικιωμένο φίλο φωτογράφο να δω μια έκθεση με προσχέδια του ζωγράφου. Μπαίνοντας στον χώρο της έκθεσης έβγαλα σχεδόν αυτόματα τη φωτογραφική μου μηχανή να φωτογραφίσω κάποια έργα. Ο έμπειρος και σοφός φίλος, μου έπιασε τότε το χέρι και μου είπε αυστηρά:
«Πρώτα θα τα δεις όλα κι αφού τα ζήσεις, θα αποφασίσεις τί θέλεις να φωτογραφίσεις».
Τον υπάκουσα θέλοντας και μη και στο τέλος νομίζω πως δεν φωτογράφισα τίποτα. Όχι επειδή δεν τα έζησα αλλά αντιθέτως, επειδή είχαν όλα καταχωρηθεί στη φωτοθήκη της καρδιάς μου...
Μετά από τόσα χρόνια και την τεχνολογική επανάσταση που σφράγισε την εποχή μας και μας οδηγεί εκεί που θέλει -άραγε πού;-, πριν προλάβουμε να την κατανοήσουμε, να αναρωτηθούμε, να σκεφτούμε και να αποφασίσουμε πώς θέλουμε να τη χρησιμοποιήσουμε εμείς οι ίδιοι για το καλό μας, βρεθήκαμε να μοιραζόμαστε με μυριάδες αγνώστους στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αναρίθμητες εικόνες και βίντεο σαν φτηνά κηδειόχαρτα της ζωής που δε ζούμε.
Για να υπάρξει ένα γεγονός της ζωής μας, θεωρούμε πως πρέπει να δημοσιευτεί. Διαφορετικά δεν υπάρχει. Για να πείσουμε το παιδί μας πως το αγαπούμε, πρέπει να του ευχηθούμε δημοσίως χρόνια πολλά. Για να επιβεβαιωθεί ο ανθεκτικός γάμος μας, οφείλουμε να ανεβάσουμε φωτογραφίες της επετείου μας κ.λπ..
Ο νευρωτικός αυτός καταπέλτης της δημοσιοποίησης των προσωπικών στιγμών μας -που έτσι βέβαια παύουν να είναι προσωπικές- δε σταματά όμως εκεί. Διότι πλέον, δημοσιοποιώ σημαίνει υπάρχω κι αν δεν δημοσιοποιώ είμαι ανύπαρκτος κι εγώ και η ζωή μου. Τη χαρά όμως του να είσαι ανύπαρκτος την έχουν μόνο οι ταπεινοί...
Πόσα βίντεο με επιταφίους από εκκλησίες και μοναστήρια πέρασαν από τις οθόνες μας στην περίοδο του Πάσχα, για να πειστούμε πρώτα οι ίδιοι πως ήμασταν κι εμείς εκεί, και μετά να πείσουμε και τους άλλους, χωρίς να μας το ζητήσει κανείς; Πόσες κάμερες τρύπωσαν ακόμη και σ’ αυτά τα Άγια των Αγίων, για να αποτυπωθεί ο ιερέας κρατώντας το δισκοπότηρο και να πιστέψει πως είναι ένας καλός ιερέας και αυτό που ζει είναι πράγματι μυστήριο; Ας μη σπαταλήσουμε όμως άλλες λέξεις για άλλα παραδείγματα...
Είναι σαφές, θαρρώ, πως μοιραζόμαστε ό,τι δεν ζούμε, με όλους όσους αρνούνται να ζήσουν. Η ζωή μας όμως όχι μόνο δεν επιβεβαιώνει έτσι την ύπαρξή της αλλά αντίθετα, ευτελίζεται όσο την σκορπούμε αδιακρίτως και φτηναίνει σαν τα φεϊβολάν διαφημιστικής εταιρείας, που μοιράζονται δωρεάν, ακριβώς επειδή δεν αξίζουν τίποτα...
Τί εννοούσε άραγε ο Γιώργος Χειμωνάς όταν έγραφε:
«Κανείς να μη μάθει πώς ζήσαμε,
κανείς να μην ξέρει από πού ερχόμαστε και, προπαντός,
Βασιλική Νευροκοπλή