Στην πόλη Θίσβη, κοντά στη Γαλιλαία, είχε γεννηθή ο ευσεβής Τωβίτ. Ήταν άνθρωπος πιστός στον Αληθινό Θεό των πατέρων του, και ζούσε σύμφωνα με το Θείο Θέλημα, με τις προσευχές και τις νηστείες του, μα κυρίως με τις ελεημοσύνες του! Με τη σύζυγό του Άννα, είχαν αποκτήσει έναν γιό, τον Τωβία.
Στη Νινευΐ, όπου τώρα πια κατοικούσαν, ο Βασιλιάς εκτίμησε τον εργατικό, έξυπνο και έντιμο Ισραηλίτη και του έδωσε μία σπουδαία θέση στην Βασιλική αυλή. Κέρδιζε τότε, πολλά χρήματα, ο Τωβίτ, και οι κρυφές του ελεημοσύνες γίνονταν όλο και πιό πολλές!!
Σ΄ ένα ταξίδι του στους Ράγους της Μηδίας συνάντησε τον συγγενή του, τον Γαβαήλ. Είχε μαζί του ο Τωβίτ πολλά χρήματα και σκέφθηκε ν’ αφήσει ένα μέρος απ΄ αυτά στον Γαβαήλ, να του τα φυλάξει. Του άφησε, λοιπόν, χρήματα που άξιζαν 10 χρυσά τάλαντα και μετά γύρισε πίσω στον τόπο του.
Ο Τωβίτ, συνέχισε τις προσευχές και τις ελεημοσύνες του και, επί πλέον, όταν άκουγε πως σκοτωνόταν κάποιος Εβραίος, πήγαινε και έπαιρνε το νεκρό σώμα και το έθαβε, σύμφωνα με τις εντολές της Θρησκείας του!
Περνούσε ο καιρός, και ο υιός του Τωβίας έγινε ολόκληρο παλικάρι, ενώ ο Τωβίτ γερνούσε, χωρίς όμως να πάψει να ελεεί, όσο μπορούσε πιά, μιάς και τα χρήματά του τελείωναν. Συνέχιζε, μάλιστα, να θάβει τους νεκρούς, ενώ οι άλλοι γύρω του τον κορόϊδευαν... Τα χρήματά του τελικά τελείωσαν, ενώ τον βρήκε και άλλο μεγαλύτερο κακό: Από κάποια ακαθαρσία πτηνού, ετυφλώθηκε…
Προσευχήθηκε, λοιπόν, θερμά στον Κύριο γιά έλεος και στην συνέχεια, κάλεσε ο τυφλός Τωβίτ τον γιο του, τον Τωβία, και του είπε να βρει κατάλληλο συνοδό και να πάει στους Ράγους της Μηδίας στο Γαβαήλ, και να λάβει τα χρυσά νομίσματα, που του είχε εμπιστευθή.
Βγήκε λοιπόν ο Τωβίας στην πόλη, έψαξε και πολύ γρήγορα βρήκε κατάλληλο και γεροδεμένο συνοδό. Πού να ξέρουν όμως, πατέρας και γιος, ότι ο συνοδός αυτός ήταν ο Ίδιος ο Αρχάγγελος Ραφαήλ, απεσταλμένος από τον Θεόν!!
Την ίδια ημέρα, λοιπόν, ξεκίνησαν γιά το μακρινό ταξίδι. Πέρασαν λαγκάδια και ρεματιές και κάποτε έφθασαν στον μεγάλο ποταμό, τον Τίγρη. «Καλό θα ήτανε να πιάναμε κανένα ψάρι, να τρώγαμε και να παίρναμε δύναμη, γιά τον υπόλοιπο δύσκολο δρόμο», εσκέπτετο ο Τωβίας όταν μπήκε στο ποτάμι. Τότε, όμως, ένα μεγάλο ψάρι ώρμησε κατά πάνω του, αλλά με την βοήθεια του δυνατού συνοδού του Ραφαήλ, ο Τωβίας κατάφερε να βγάλει το ψάρι έξω από το νερό. Εκεί, το κτύπησε με το μαχαίρι και άρχισε να το κόβει.
«Πρόσεξε», του είπε ο συνοδός του, «βγάλε με προσοχή την καρδιά, το συκώτι και τη χολή του ψαριού. Φύλαξέ τα, θα σου χρειασθούν»!
Συνηθισμένος στην υπακοή ο Τωβίας, έκανε ό,τι του είπε ο συνοδός του. Ύστερα, τεμάχισε το ψάρι, το έψησε και έφαγαν και ενισχύθηκαν γιά το υπόλοιπο ταξίδι.
Τελικά έφθασαν στους Ράγους της Μηδίας. Ο Γαβαήλ χάρηκε πολύ όταν είδε το παιδί του ξαδέλφου του!
«Πόσο καλό παλικάρι έγινε», σκέφθηκε «και τί καλά θα ήταν εάν ο Τωβίας παντρευόταν την όμορφη κόρη μου!».
Η κόρη του, όμως, επηρεαζόταν από πονηρό πνεύμα. Αυτό το δαιμόνιο, εφόνευε όποιο παλικάρι την ενυμφεύετο… Μέχρι τότε είχε σκοτώσει επτά νέους ανθρώπους.
Ο απεσταλμένος του Θεού Ραφαήλ, όμως, λέει στον Τωβία:
«Καλή είναι η κοπέλα γιά γυναίκα σου! Βγάλε την καρδιά και το συκώτι του ψαριού που έχεις φυλαγμένα, βάλε φωτιά και κάψε τα, ώστε να φύγει το δαιμόνιο και να ελευθερωθή η κόρη, και τότε μπορείς να την νυμφευθής!»!
Πράγματι, έτσι και έγινε. Ο γάμος έφερε μεγάλη χαρά και ευλογία στον οίκο του Γαβαήλ! Έπρεπε, όμως, ο Τωβίας μαζί με την νύφη να επιστρέψουν στη Νινευΐ, οπότε έδωσε ο Γαβαήλ τα χρυσά νομίσματα στον Τωβία, φόρτωσαν άλογα και καμήλες με προικιά και δώρα, ακολούθησαν μάλιστα κοπάδια και υπηρέτες, δώρα του πεθερού προς το νέο ζευγάρι, και πήραν τον δρόμο της επιστροφής.
Όταν έφθασαν στη Νινευΐ, χαρές μεγάλες περίμεναν τον Τωβίτ. Είδε η Άννα την όμορφη νύφη, τα πλούσια δώρα και, προπαντός, ξαναείδε το παιδί της. Άκουσε και ο τυφλός Τωβίτ τα νέα και ευχαριστούσε τον Θεόν.
Τότε ο συνοδός του Τωβία, είπε στο παλικάρι:
«Τωβία, έχεις φυλαγμένη τη χολή του ψαριού. Βγάλε την, κόψε την σ΄ ένα δοχείο και με το υγρό της, άλειψε τα μάτια του πατέρα σου και αυτός τότε θα ξαναβρεί το φως του!».
Υπάκουσε ο Τωβίας και να, ο γέρο-Τωβίτ γιατρεύθηκε, βρήκε το φως του, και δοξολόγησε τον Κύριο!
«Τώρα», είπε ο Τωβίτ, «πρέπει να πληρώσουμε τον καλό αυτόν νέο. Αξίζει να του δώσουμε τα μισά από τα πλούτη που έφερε ο Τωβίας!».
Αυτός, όμως, είπε: «Δεν χρειάζεται, καλέ μου άνθρωπε. Εγώ είμαι ο Αρχάγγελος Ραφαήλ! Είμαι Αυτός που τόσα χρόνια πήγαινα τις προσευχές σου στον Θεόν! Έβλεπα που έθαβες τα νεκρά σώματα των συμπατριωτών σου! Έβλεπα τις ελεημοσύνες σου! Με έστειλε, λοιπόν, ο Θεός, να σε υπηρετήσω και να έχεις στα γεράματά σου τέτοιες χαρές!»!!
Αυτά είπε ο Αρχάγγελος και έγινε άφαντος! Όλοι, με μιά φωνή, δόξασαν τον Κύριο για τη μεγάλη Του Αγάπη και γιά το έλεός Του, που αγκαλιάζει όλους, μα όλους ανεξαιρέτως τους ανθρώπους!!!