Παρασκευή 1 Νοεμβρίου 2024

«ΟΣΤΙΣ ΣΕ ΡΑΠΙΣΕΙ ΕΠΙ ΤΗΝ ΔΕΞΙΑΝ ΣΙΑΓΟΝΑ, ΣΤΡΕΨΟΝ ΑΥΤΩ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΛΛΗΝ» (Ματθ.Ε΄39΄)!!!

 

Ήταν κάποτε ένα Μοναστήρι, όπου οι μοναχοί ζούσαν ειρηνικά.

Κάποτε, έγινε επιδρομή από ληστές. Μπήκαν, λοιπόν, μέσα στο Ναό της Μονής και ο αρχηγός τους ζήτησε τον Ηγούμενο. Ένας μοναχός τον ειδοποίησε και εκείνος, που ευρισκόταν μέσα στο Ιερό, παρακάλεσε τον αρχιληστή να περιμένει λίγο, ώσπου να τελειώσει μία εργασία του. Γονάτισε τότε, μπροστά στην Αγία Τράπεζα και άρχισε θερμή προσευχή στον Κύριο, να τους σώσει από αυτόν τον κίνδυνο.

Ο αρχιληστής, στο διάστημα αυτό, περιεργαζόταν τις τοιχογραφίες του Ναού. Συγκεκριμένα, του τράβηξε την προσοχή η μεγάλη τοιχογραφία της μελλούσης κρίσεως και ιδιαίτερα του φοβερού δράκοντα, που κατάπινε τους κολασμένους…

Εκείνη τη στιγμή, βγήκε από το Ιερό ο Ηγούμενος.

Ο αρχιληστής, μόλις τον είδε, του είπε απότομα:

«Θα μου δώσεις αμέσως όλους τους θησαυρούς του Μοναστηριού, αλλιώς θα σας σφάξουμε όλους... Αλλά πρώτα, θέλω να μου εξηγήσεις, τί παριστάνει αυτή η ζωγραφιά με τον δράκοντα».

Ο Ηγούμενος, που εξακολουθούσε να προσεύχεται εσωτερικά, του εξήγησε ότι, από τη μία μεριά ευρίσκεται ο Χριστός, που παίρνει μαζί Του στον Παράδεισο τους δικαίους και από την άλλη ο δράκοντας, που καταπίνει στην κόλαση τους αμαρτωλούς.

«Και ποιοί είναι αυτοί οι αμαρτωλοί;» ερώτησε ο αρχιληστής.

«Είναι αυτοί που κλέβουν, που σκοτώνουν, που βρίζουν, που ατιμάζουν, αυτοί που κάνουν κάθε κακό στους άλλους ανθρώπους κ.τ.ό.».

«Δηλαδή…», ερώτησε ανήσυχος, «κι εγώ στην κόλαση θα πάω;;;».

«Όπως φαίνεται…», του λέει ο Ηγούμενος.

«Και δεν υπάρχει τρόπος να γλυτώσω από τον δράκοντα;;;» ερώτησε τρομαγμένος ο ληστής.

«Βέβαια και υπάρχει!», του απαντά ο Ηγούμενος. «Εάν μετανοήσεις γιά όλες σου τις αμαρτίες, εξομολογηθής, κοινωνήσεις και αγωνισθής, να αποφεύγεις το κακό και να κάνεις το καλό!»!

«Πού μπορώ να το κάνω αυτό;» ερώτησε ο ληστής.

«Εδώ στο Μοναστήρι!!!», απήντησε ο Ηγούμενος.

Ξαφνικά ο αρχιληστής, στρέφεται στους ληστές που τον ακολουθούσαν και τους λέει: «Εγώ θα μείνω εδώ! Εσείς να φύγετε αμέσως».

Τότε, έφυγαν οι ληστές και ο αρχιληστής εξομολογήθηκε στον Ηγούμενο και έβαλε αρχή μετανοίας, αγωνιζόμενος με αυταπάρνηση, έχοντας πάντα στο μυαλό του τον δράκοντα!

Ο Ηγούμενος, τον έκανε μάλιστα δόκιμο μοναχό και του έβαλε κανόνα, να μην κάνει τίποτε, χωρίς να ρωτάει ένα γέροντα μοναχό, κοντά στον οποίο θα έκανε τα διακονήματά του.

Μία μέρα το διακόνημα τους ήταν να κόψουν ξύλα από το βουνό και να τα φέρουν στο Μοναστήρι γιά το χειμώνα. Ξεκίνησαν, με το ζώο της Μονής, έφθασαν στο βουνό, έκοψαν και φόρτωσαν τα ξύλα, αλλά πριν προλάβουν να ξεκινήσουν, εμφανίσθηκαν μπροστά τους ληστές, τους πήραν τα ζώα και τους ξυλοκόπησαν.

Ο αρχιληστής-μοναχός οργίσθηκε, αλλά πριν κάνει οποιαδήποτε κίνηση, ερώτησε τον γέροντα:

«Τί λένε τα βιβλία να κάνουμε τώρα;».

Ο γέροντας του απάντησε:

«Τίποτε! Ο νόμος του Χριστού λέει, ότι αν κάποιος σε χαστουκίσει, εσύ να γυρίσεις και το άλλο μάγουλο».

Έφυγαν οι ληστές με τα κλεμμένα, έφυγαν και οι μοναχοί δαρμένοι και με άδεια χέρια. Όταν τους είδε ο Ηγούμενος λυπήθηκε, αλλά δεν είπε τίποτε.

Έπειτα από μερικές μέρες, τους ξαναέστειλε στο βουνό γιά ξύλα με άλλο ζώο, αλλά επαναλήφθηκαν περίπου τα ίδια. Ο Ηγούμενος ήταν πολύ σκεπτικός, με κόπο ευρήκε τρίτο ζώο και τους ξαναέστειλε στο βουνό. Τη στιγμή που ετοιμάζονταν να επιστρέψουν με το φορτωμένο ζώο, παρουσιάζονται πάλι οι ίδιοι ληστές, τους παίρνουν το ζώο και αρχίζουν

πάλι να τους δέρνουν... Η αγανάκτηση του αρχιληστή-μοναχού κορυφώθηκε, αλλ’ όμως ερώτησε πάλι το γέροντα του:

«Βρες γέροντα, τί λένε οι Γραφές να κάνουμε».

«Τίποτε αδελφέ! Ο νόμος του Χριστού λέει υπομονή και αγάπη στους εχθρούς! Προτιμούμε να πεθάνουμε παρά να αντεπιτεθούμε και να αποδώσουμε τα ίσα!»!!!