Κάποιος Εβραίος είχε φίλο έναν Χριστιανό, τον οποίο εμπιστευόταν και όταν επρόκειτο να ταξιδεύση, του άφηνε πολλές φορές, διάφορα χρηματικά ποσά προς φύλαξιν.
Μία φορά, λοιπόν, ο Εβραίος εμπιστεύθηκε στον Χριστιανό φίλο του ένα βαλάντιο με πεντακόσια νομίσματα και έφυγε γιά κάποιο μακρινό προορισμό. Όταν μετά από καιρό επέστρεψε ο Εβραίος, ζήτησε από τον φίλο του, να του παραδώση τα πεντακόσια νομίσματα. Ο Χριστιανός όμως, αρνήθηκε, λέγοντας:
«Αυτή τη φορά δεν μου είχες αφήσει τίποτε...
Τί μου ζητάς λοιπόν;».
Ο Εβραίος ξαφνιάσθηκε από την συμπεριφορά του φίλου του και διαπιστώνοντας την αδιαλλαξία του, τού είπε το εξής:
«Γιά να διαλυθή αυτή η αμφιβολία, επειδή δεν υπήρχε κανένας μάρτυρας όταν σου παρέδωσα τα χρήματα, να πάμε στο Ναό του Αγίου Μηνά και να δηλώσης μπροστά στην Εικόνα του Αγίου, ότι δεν πήρες τα πεντακόσια νομίσματα».
Ο Χριστιανός εδέχθη. Επήγαν, λοιπόν, στον Ναό και εκεί, μπροστά στην Εικόνα του Αγίου Μηνά αρνήθηκε ότι είχε πάρει χρήματα από τον Εβραίο.
Βγήκαν και οι δύο από τον Ναό και ανέβηκαν στα άλογά τους, γιά να φύγουν. Του Χριστιανού το άλογο αγρίεψε και τον έριξε κάτω. Πέφτοντας, του έπεσε το κλειδί και η χρυσή σφραγίδα του, χωρίς να το αντιληφθή...
Σηκώνεται, ανεβαίνει στο άλογο πάλι, και συνεχίζει τον δρόμο του.
Κάποια στιγμή, αντιλαμβάνεται ότι, ο υπηρέτης του, ερχόταν τρέχοντας προς το μέρος του, κρατώντας μάλιστα, στο ένα χέρι το κλειδί και τη σφραγίδα του και στο άλλο το βαλάντιο με τα χρήματα του Εβραίου.
Έκπληκτος ο Χριστιανός ερώτησε τον υπηρέτη του:
«Τί είναι όλα αυτά και που τα βρήκες;»
Και εκείνος αποκρίθηκε:
«Κάποιος καβαλάρης ήλθε στην κυρία μου, και δίνοντάς της το κλειδί και την σφραγίδα σου, της είπε αυστηρά: “Στείλε γρήγορα εις τον άνδρα σου μήνυμα, να παραδώση το βαλάντιο του Εβραίου, γιά να μην κινδυνεύση η ζωή του...”»!
«Γιά να διαλυθή αυτή η αμφιβολία, επειδή δεν υπήρχε κανένας μάρτυρας όταν σου παρέδωσα τα χρήματα, να πάμε στο Ναό του Αγίου Μηνά και να δηλώσης μπροστά στην Εικόνα του Αγίου, ότι δεν πήρες τα πεντακόσια νομίσματα».
Ο Χριστιανός εδέχθη. Επήγαν, λοιπόν, στον Ναό και εκεί, μπροστά στην Εικόνα του Αγίου Μηνά αρνήθηκε ότι είχε πάρει χρήματα από τον Εβραίο.
Βγήκαν και οι δύο από τον Ναό και ανέβηκαν στα άλογά τους, γιά να φύγουν. Του Χριστιανού το άλογο αγρίεψε και τον έριξε κάτω. Πέφτοντας, του έπεσε το κλειδί και η χρυσή σφραγίδα του, χωρίς να το αντιληφθή...
Σηκώνεται, ανεβαίνει στο άλογο πάλι, και συνεχίζει τον δρόμο του.
Κάποια στιγμή, αντιλαμβάνεται ότι, ο υπηρέτης του, ερχόταν τρέχοντας προς το μέρος του, κρατώντας μάλιστα, στο ένα χέρι το κλειδί και τη σφραγίδα του και στο άλλο το βαλάντιο με τα χρήματα του Εβραίου.
Έκπληκτος ο Χριστιανός ερώτησε τον υπηρέτη του:
«Τί είναι όλα αυτά και που τα βρήκες;»
Και εκείνος αποκρίθηκε:
«Κάποιος καβαλάρης ήλθε στην κυρία μου, και δίνοντάς της το κλειδί και την σφραγίδα σου, της είπε αυστηρά: “Στείλε γρήγορα εις τον άνδρα σου μήνυμα, να παραδώση το βαλάντιο του Εβραίου, γιά να μην κινδυνεύση η ζωή του...”»!
Ο Χριστιανός, φοβισμένος, αμέσως παρέδωσε τα χρήματα στον Εβραίο φίλο του.
Ο Εβραίος χαρούμενος, μαζί με τον μετανοιωμένο Χριστιανό, γύρισαν στον Ναό και ο μεν Εβραίος παρακαλούσε να βαπτισθή, ο δε Χριστιανός ζητούσε συγχώρησι γιά την ψεύτικη ομολογία του εις τον Άγιο!!!
Ο Εβραίος χαρούμενος, μαζί με τον μετανοιωμένο Χριστιανό, γύρισαν στον Ναό και ο μεν Εβραίος παρακαλούσε να βαπτισθή, ο δε Χριστιανός ζητούσε συγχώρησι γιά την ψεύτικη ομολογία του εις τον Άγιο!!!