<<Ο Ανδρέας Μεγαλογένης, ο πατέρας τής μετέπειτα ηγουμένης Αγάθης της Ιεράς Μονής Κορωνάτου, από το Νεοχώριον Πάλλης, στην νεανική του ηλικία ήτο ατίθασος και νευρικός. Ήρχετο σε προστιβές με τους γονείς του, που τον συμβούλευαν. Μία μέρα, η μητέρα του τού έκανε μία παρατήρησι. Ο νέος ωργίσθη, ωμίλησε άπρεπα στην μητέρα του και από τον θυμό του παρασυρθείς, άπλωσε το χέρι του και την έδειρε άσχημα. Η μητέρα του πόνεσε, και κλαίοντας του είπε:
«Την κατάρα μου να έχης».
Ο Ανδρέας, μετά το γεγονός, ντύνεται και με το άλογό του ξεκίνησε γιά την χώρα. Ενώ πλησίαζε στο Ληξούρι, συναντά τον παπά-Μπασιά και κατά την συνήθειαν κατέβηκε από το άλογό του και έσκυψε να προσκυνήση τον ιερέα λέγοντας Του:
«Προσκυνώ άγιε Δέσποτα»!
Και ο Άγιος Παναγής δεν εδέχθη το προσκύνημα του Ανδρέα, αλλά με έντονο τόνο του λέει:
«Την μάνα σου, την μάνα σου! Επικατάρατο το χέρι που κτυπά τους γονείς του. Γύρισε πίσω, και όταν σε συγχωρέση η μάνα σου, γύρισε στο Ληξούρι!»!
Τα έχασε ο Ανδρέας!
Κανείς δεν γνώριζε το γεγονός.
Πώς το έμαθε ο Άγιος ιερεύς;
Ήταν δε ο τόνος τέτοιος του Ιερέως, που δεν έπαιρνε αντίρρησι.
Ο Ανδρέας επιστρέφει στο χωριό του και διηγήθη στην μητέρα του το περιστατικό, και κλαίοντας ζητούσε συγγνώμην! Και η μητέρα του πονεμένη, του έλεγε:
«Καλά σου έκανε ο παπά-Μπασιάς· όχι δεν σε συγχωρώ…».
Αναγκάσθηκε και έμεινε στο χωριό. Μετά όμως από τρεις μέρες, η μητέρα του τον συνεχώρησε, του έδωσε την ευχή της και μόνο τότε ο Ανδρέας ξεκίνησε γιά το Ληξούρι, αλλά με φόβο. Στον δρόμο τον συναντά πάλι ο παπά-Μπασιάς και προσκυνώντας Τον ο Ανδρέας, του λέει:
«Συγχώρα με άγιε Δέσποτα!»
«Ευλογητός ο Θεός, και άλλη φορά, την μάνα σου να μην την πειράξης», του είπε ο Άγιος και τον ευλόγησε!
Έτσι δίδασκε τους νέους έμπρακτα να σέβωνται τους γονείς των!
Ποιός μπορεί λοιπόν, να διορθώση την ψυχή του κακού ανθρώπου;
Μόνον το Άγιον Πνεύμα που κατοικεί σε τέτοιο χαριτωμένο και αφιερωμένο πρόσωπο σαν του παπά-Παναγή!>>!!!
Πηγή Κειμένου: «Άγιος Παναγής Μπασιάς», Πρωτ. Κων/νου Γκέλη.