«Όταν ο Αββάς Θεόδωρος ήτο ακόμη υποτακτικός, τον έστειλε ο Γέροντάς του εις τον φούρνο της Σκήτης να ψήση τα παξιμάδια του. Εκεί ευρήκε κάποιον άλλον αδελφό, που ήθελε να φουρνίση τα δικά του, μά δεν εύρισκε βοηθό.
Ο νεαρός Θεόδωρος άφησε κάτω τον τορβά του και αμέσως έδωσε ένα χέρι βοηθείας στον αδελφό.
Δεν πρόλαβε να τελειώση και έφθασε άλλος με ψωμιά. Ο Θεόδωρος παραχώρησε την θέσι του και πρόσφερε την βοήθειά του.
Σε λίγο ήλθε τρίτος και τέταρτος έως έξι…
Ο Θεόδωρος εβοήθησε όλους τους αδελφούς και τελευταίος από όλους έψησε τα δικά του παξιμάδια. Έδυε ο ήλιος πλέον, όταν εγύρισε εις τον Γέροντά του. Του είπε τον λόγο που τον έκανε να καθυστερήση τόσο πολύ, χωρίς να θεωρή όμως ότι έκανε κάτι αξιόλογο!»!!!
Γεροντικόν.