Το 1990 δυο καλοί άνθρωποι μαζέψανε κάποιον γεροντάκο
άστεγο, λιγδιασμένο και έρημο και με ασθενοφόρο τον μεταφέρανε σε ένα
εκκλησιαστικό γηροκομείο της Λάρισας.
Η διεύθυνση του νοσοκομείου και το προσωπικό με αυταπάρνηση
και αγάπη, σαν καλοί Σαμαρείτες, πλύνανε τον παππού του βγάλανε σύνταξη
προνοίας και τον γηροκομήσανε ώσπου πέθανε εξομολογημένος, κοινωνημένος με
ιλαρό πρόσωπο.
Είχε και μια κρυφή αρετή. Το γηροκομείο τα έξοδά του τα κάλυπτε με την προνοιακή
σύνταξη του παππού. Όμως ο παππούς αυτός επειδή ήξερε από στέρηση και φτώχεια
έβγαινε έξω από το Γηροκομείο και ζητιάνευε. Μάζευε πολλά χρήματα και ταχύτατα
τα μοίραζε συμπονετικά σε άλλα άπορα χαμηλοσυνταξιούχα γεροντάκια, που δεν
είχαν συγγενείς ή πόρους άλλους ή ντρεπόντουσαν να ζητήσουν και να ζητιανέψουν
και δεν είχαν ούτε εκατό δραχμές για ένα γιαουρτάκι για ένα χυμό, που λέει ο
λόγος. Η διεύθυνση του γηροκομείου πότε-πότε τον επέπληττε γιατί εκτίθετο από
το ότι τρόφιμός της ζητιάνευε στην πόρτα του ιδρύματος. Έκανε όμως τα στραβά τα
μάτια, αναγνωρίζοντας το ψυχικό μεγαλείο του παππού.
Μοναχός π.Ι.