Τετάρτη 22 Ιανουαρίου 2020

«ΕΥΧΑΡΙΣΤΗΣΕ KAI ΤΟΝ ΘΕΙΟ MOY, ΓΙΑ ΤΟ ΨΑΡΙ»!!


Σ’ ένα Aιγαιοπελαγίτικο νησί ζούσε προ ετών ένας Ιερέας ευλαβέστατος. Η ψυχή του ήταν γεμάτη στοργή γιά το ποίμνιό του και ειδικά γιά τους πονεμένους. Έφθασε όμως η ημέρα να δοκιμασθή κι εκείνος. Η κόρη του, μιά εξαιρετική κοπέλλα, είχε παντρευθεί ένα νοικοκυρεμένο παλληκάρι και ήταν έγκυος. Κατά την διάρκεια του τοκετού, όμως, πέθανε. Ο Ιερέας πατέρας της πόνεσε πολύ, αλλά με ακλόνητη πίστη στον Θεό πρόσφερε δοξολογία στο Άγιο Όνομά Του. Την αγάπη του δε γιά την κόρη του εξέφραζε με θερμές προσευχές γιά την ψυχή της και με κρυφές ελεημοσύνες.
Ο Ιερέας είχε έναν αδελφό καπετάνιο που, απόμαχος πια της θάλασσας, απολάμβανε την περιουσία που είχε δημιουργήσει. Δυστυχώς, όμως, ήταν σχεδόν άπιστος, παρ' όλο που είχε καλή καρδιά. Τα βράδια, όταν μαζεύονταν στο φιλόξενο σπίτι του Ιερέα μαζί με μερικούς φίλους, κάποιους αγαθούς νησιώτες, που πρόσφεραν τις υπηρεσίες τους στην Εκκλησία, έπιναν το τσάϊ τους και κουβέντιαζαν. Ο καπετάνιος, ένα βράδυ, ειρωνεύθηκε τον Ιερέα αδελφό του: «Σιγά, μην υπάρχει άλλη ζωή και βλέπει η κόρη σου τι λέμε και τι κάνουμε»...
       Την ίδια νύχτα, ο Ιερέας είδε την κόρη του στον ύπνο του, λευκοντυμένη, χαρούμενη, να του λέει: «Πατέρα, σ' ευχαριστώ γιά όλα. Γιά την αγάπη σου, τις προσευχές σου και τις ελεημοσύνες που κάνεις γιά την ψυχή μου. Πες, σε παρακαλώ, και στον Θείο ότι, τον ευχαριστώ γιά το ψάρι που μου έστειλε»…
Το πρωΐ, ο Ιερέας, αισθανόταν μεγάλη χαρά και συγκίνηση. Βιαζόταν να έλθη το βράδυ να διηγηθή στη συντροφιά το όνειρο του. Όλοι συγκινήθηκαν, μόνο ο καπετάνιος κοιτούσε δύσπιστα τον αδελφό του. Όταν όμως του είπε ότι η ανεψιά του τον ευχαριστεί γιά το ψάρι που της έστειλε, ο καπετάνιος τινάχθηκε όρθιος. Τα μάτια του γέμισαν δάκρυα και τα χέρια του άρχισαν να τρέμουν. «Θεέ μου!» ψιθύρισε, κοιτάζοντας γύρω του σαστισμένος.
Όλοι τον ερώτησαν, γιατί ταράχθηκε έτσι. Εκείνος, μόλις συνήλθε κάπως, κάθισε στην καρέκλα του, και τους είπε με φωνή ταπεινή:
«Ναι, είναι αλήθεια, ζουν οι ψυχές και μας βλέπουν. Ανήμερα στην κηδεία της ανεψιάς μου ετοιμαζόμουν να κατέβω στην Εκκλησία. Είχα πολύ πόνο μέσα μου. Στο δρόμο συνάντησα έναν φίλο μου ψαρά, που του είχα παραγγείλει ένα καλό ψάρι κι εγώ θα το πλήρωνα όσο-όσο. Όταν τον είδα να κρατά τον ροφό στα χέρια του, του είπα θλιμμένα: “Δεν θέλω ψάρια σήμερα. Σήμερα κηδεύω την ανεψιά μου”… Επειδή όμως τoν ελυπήθηκα, του τo επλήρωσα και πρόσθεσα, να το δώσει σε κάποιο φτωχό γιά την ψυχή της. Το περιστατικό αυτό δεν το είπα σε κανένα καί το είχα ξεχάσει. Αλλά η ψυχούλα της δεν το ξέχασε και μου έστειλε τις ευχαριστίες της»!!
Αυτά είπε ο καπετάνιος και σκούπισε με την ανάστροφη του χεριού του τα δάκρυά του.  «Δοξασμένο το όνομά Σου, Πολυέλεε Κύριε», ψιθύρισε ο Ιερέας!!

Πηγή: Αθωνική Πολιτεία, Αρ Φύλλου:265 – ΑΥΓ 2019 σελ.1