Πέμπτη 13 Φεβρουαρίου 2020

ΤΗΝ ΕΥΤΥΧΙΑ ΔΕΝ ΤΗΝ ΦΕΡΝΟΥΝ ΤΑ ΠΛΟΥΤΗ.


Κάποιος, ήταν πολύ πλούσιος και στο άκρο του κτήματός του, σε μια καλυβούλα μέσα, έμενε ένας φτωχός οικογενειάρχης. Ο φτωχός, με κόπο τα έβγαζε πέρα. Μεροκαματιάρης, δουλευτής, και είχε και πολλά παιδιά. Αλλά η χαρά εβασίλευε μέσα στο σπίτι του.
Κάποτε, αποφάσισε ο πλούσιος να βοηθήσει τον φτωχό. Παίρνει, λοιπόν, ένα πουγκί γεμάτο χρυσά φλουριά και του το πηγαίνει. Κάθε βράδυ στου φτωχού το σπίτι, μετά το φαγητό, τα παιδιά τραγουδούσαν, γελούσαν και έπαιζαν. Εκείνο το βράδυ άκρα σιωπή… Σιγή Νεκροταφείου στο σπίτι του φτωχού...
       Ο πλούσιος, συνηθισμένος ν’ ακούει τις φωνές των παιδιών και τα γέλια και τα τραγούδια, παραξενεύθηκε, επειδή δεν άκουγε τίποτε... Έβαλε αυτί, περίμενε, περίμενε, περίμενε… Μετά από λίγο, αντί ν’ ακουσθούν τραγούδια, ακούσθηκαν φωνές και διενέξεις... Ο πατέρας έλεγε: «Μ’ αυτά τα χρήματα, να αγοράσουμε ένα σπίτι μεγάλο, ευρύχωρο, δικό μας»… Η μητέρα έλεγε: «Να τα φυλάξουμε, γιά να παντρέψουμε τις κόρες μας»… Το μεγάλο απ’ τα παιδιά, που είχε μια βαρκούλα και ψάρευε, έλεγε: «Καλλίτερα, να πάρω ένα καΐκι, να κερδίσω πολλά»... Ο άλλος αδελφός, άλλα. Και μετά από λίγο, άρχισε ο τσακωμός…
Οπότε, λέγει ο πατέρας: «Σταθήτε… μια στιγμή και θα ησυχάσουμε». Παίρνει το πουγκί, πηγαίνει στον πλούσιο και του λέγει: «Πάρτο, αδελφέ μου!! Μου έφερες τα λεφτά και έδιωξες την χαρά από το σπίτι μου!! Μου αρκεί το μεροδούλι για να ζω την φαμίλιά μου»!!!
Και επέστρεψε ο φτωχός στο σπίτι του, και το άλλο βράδυ πάλι ακούσθηκαν οι χαρούμενες φωνές των παιδιών και τα τραγούδια!!!
Πολλές φορές, ο πλούτος, με τις μέριμνες και την αγωνία, αφαιρεί και αυτή την χαρά της ζωής, την οποία νομίζουν ότι έχουν οι πλούσιοι…

Αρχιμ. ΕΠΙΦΑΝΙΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΥ,

«ΧΡΙΣΤΩ ΤΩ ΘΕΩ ΠΑΡΑΘΩΜΕΘΑ»,

εκδόσεις Ι. ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΟΥ ΚΕΧΑΡΙΤΩΜΕΝΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΤΡΟΙΖΗΝΟΣ,

σελ. 43-44