Υπάρχουν κάτι αγριοχελίδονα, που κτίζουν τις φωλιές πάνω στους πανύψηλους εξωτερικούς τοίχους των Μοναστηριών. Είναι τόσο άγρια, ώστε μόλις αντικρύσουν άνθρωπο, πετούν και φεύγουν σαν αεροπλάνα. Μιά φορά, ενώ προσευχόταν ο γέροντας Αρσένιος στο μπαλκόνι, να ένα χελιδόνι σιμώνει και κάθεται στους ωμούς του!!
«Βρε» , λέει ο παππούς, «ο πειρασμός σ’ έστειλε γιά να με κόψεις από την ευχή;»
«Γυρνώ το κεφάλι», λέει πάλι ο παππούς, «το κοιτάζω, με κοιτάζει, εγώ γυρνώ πάλι στην προσευχή. Σε λίγο ξανακοιτάω το πουλί. Κοιτάζει το πουλί εμένα. Μωρέ, λέγω δεν είναι δουλειά αυτή. Σκέφθηκα να το διώξω. Το λυπήθηκα και του λέω: “Α, εσύ με καταλαβαίνεις, ο παππούς δεν σε πειράζει. Άντε, κάτσε όσο θέλεις, αλλά με μία συμφωνία: Μη μου αφήσεις στους ώμους καμμία κουτσουλιά”».