«Επιδιώρθωνα κάποτε τα δωμάτια της Μονής», διηγείται ο Άγιος Ιάκωβος Τσαλίκης. «Λίγο πριν το μεσημέρι, ξάπλωσα κουρασμένος στο κρεββατάκι ενός δωματίου, του οποίου διώρθωνα το ταβάνι.
Ξαφνικά ανοίγει η πόρτα και μπαίνει μέσα βίαια ένας στρατιώτης. Είχε μόνο ένα μάτι στο μέτωπο, και φώναζε: “Εδώ είσαι λοιπόν; Ε, τώρα θα δεις τί θα πάθεις…”.
Πίσω του, ακολουθούσαν κάπου δεκαοκτώ δαίμονες, άλλοι με την μορφή ανθρώπου και άλλοι με την μορφή πιθήκου. Όλοι ώρμησαν πάνω μου και άρχισαν να με κτυπούν. Προσπαθούσα να κάνω το Σταυρό μου, αλλά με εμπόδιζαν. Τρεις από αυτούς κρατούσαν το χέρι μου και ένας μου άνοιγε τα δάκτυλα, γιά να μην μπορώ να σχηματίσω το σημείο του Σταυρού... Τα χτυπήματα και τα βάσανα που υπέφερα, δεν περιγράφονται... Σε λίγο από το στόμα και από τη μύτη μου, έτρεχε αίμα… Τα ράσα μου ανοιγμένα, τα χέρια μου ήταν στραμπουληγμένα και ο ώμος μου, σχεδόν βγαλμένος… Στα αυτιά μου, αντηχούσαν, τα γεμάτα μίσος λόγια τους...
Σε κάποια στιγμή, ελευθέρωσα το χέρι μου και έκανα το Σταυρό μου!
Αμέσως οι δαίμονες πήδηξαν από το παράθυρο, αφήνοντάς με, μισοπεθαμένο. Μάζεψα τα ρούχα μου και κατέβηκα όπως-όπως στην κουζίνα. Εκεί ήταν μιά γιαγιά προσκυνήτρια, που μόλις με είδε, τρόμαξε.
Δεν ήλθες επάνω γιαγιά (της είπα), να με βοηθήσεις. Οι δαίμονες με σκότωσαν στο ξύλο…».
«Άκουγα πάτερ-Ιάκωβε, κτυπήματα και θόρυβο πάνω, αλλά νόμιζα πως εργαζόσουνα και χτυπούσες εσύ», απάντησε η γιαγιά.