Ένα ποντικάκι κάποτε, παρατηρούσε από την τρυπούλα του τον αγρότη και τη γυναίκα του που ξεδίπλωναν ένα πακέτο και αναρωτήθηκε:
«Τί λιχουδιά άραγε έκρυβε εκείνο το πακέτο;».
Όταν άνοιξαν τελικά το πακέτο, δεν φαντάζεσθε, πόσο μεγάλο ήταν το σοκ που έπαθε το ποντικάκι, όταν διαπίστωσε, πως επρόκειτο γιά μία ποντικοπαγίδα. Τρέχει γρήγορα λοιπόν στον αχυρώνα γιά να ανακοινώσει το φοβερό αυτό νέο, στα άλλα ζώα, φωνάζοντας:
«Μία ποντικοπαγίδα μέσα στο σπίτι… Μία ποντικοπαγίδα μέσα στο σπίτι…».
Η κότα κακάρισε και σηκώνοντας το λαιμό της είπε:
«Κυρ-ποντικέ, καταλαβαίνω πως αυτό αποτελεί πρόβλημα γιά εσάς. Αλλά δεν βλέπω να έχει καμμιά επίπτωση σε εμένα. Εμένα δεν με ενοχλεί καθόλου η ποντικοπαγίδα στο σπίτι».
Το ποντικάκι γύρισε τότε και κοίταξε τον χοίρο με παράπονο.
Ο χοίρος, έδειξε συμπόνοια αρχικά, αλλά απάντησε ως εξής στον βουρκωμένο ποντικό:
«Λυπάμαι πολύ κυρ-ποντικέ μου, αλλά δεν μπορώ να κάνω τίποτα γιά εσένα. Σου εύχομαι να μην πιασθής ποτέ στην φάκα που ετοίμασαν γιά εσένα και όχι γιά εμένα».
Τότε το ποντίκι στράφηκε προς το βόδι εκλιπαρώντας γιά βοήθεια:
Και το βόδι του είπε:
«Κοιτάξτε, κύριε ποντικέ μου, πολύ λυπάμαι γιά τον κίνδυνο που διατρέχεις, αλλά εμένα η ποντικοπαγίδα το μόνο που μπορεί να μου κάνει, είναι ένα τσιμπηματάκι και τίποτε άλλο».
Έτσι, ο καλός μας ποντικούλης, έφυγε με κατεβασμένο το κεφάλι, περίλυπος και απογοητευμένος γιατί θα έπρεπε μόνος του, να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο της ποντικοπαγίδας. Κανείς δεν ήταν διατεθειμένος να τον βοηθήσει, αλλά ούτε και να τον παρηγορήσει.
Την ίδια νύκτα, ένας παράξενος κρότος, κάτι σαν το θόρυβο που κάνει η ποντικοπαγίδα όταν κλείνει, ξύπνησε τη γυναίκα του αγρότη, η οποία έτρεξε να δει τί συμβαίνει. Μέσα στη νύκτα όμως, δεν πρόσεξε πως στην φάκα είχε πιασθή από την ουρά ένα φίδι.
Η γυναίκα πλησίασε στην φάκα και το φοβισμένο φίδι την δάγκωσε με μία απότομη κίνηση. Ο άντρας της, έτρεξε γρήγορα και της πρόσφερε ό,τι βοήθεια μπορούσε. Αλλοίμονο όμως, η γυναίκα σήκωσε υψηλό πυρετό. Ο αγρότης έφερε γιατρό, ο οποίος της έδωσε κάποια φάρμακα και τον συμβούλεψε, να της κάνει ζεστές σούπες.
Έτσι ο αγρότης, έσφαξε την κότα, γιά να κάνει μία καλή κοτόσουπα.
Η γυναίκα, πήγαινε από το κακό στο χειρότερο και όλοι οι γείτονες έρχονταν στη φάρμα να βοηθήσουν. Ο καθένας με τη σειρά του, καθόταν στο προσκεφάλι της γυναίκας. Γιά να τους ταΐσει όλους αυτούς, ο αγρότης αναγκάσθηκε να σφάξει το χοίρο.
Τελικά η γυναίκα δεν κατάφερε να γίνει καλά και πέθανε.
Στη κηδεία της ήλθε πάρα πολύς κόσμος, γιατί ήταν καλή γυναίκα και την αγαπούσαν όλοι. Γιά να φιλοξενήσει όλον αυτόν τον κόσμο ο αγρότης αναγκάσθηκε αυτή την φορά να σφάξει το βόδι…
Ο ποντικός, παρακολουθούσε όλη αυτή την περιπέτεια, με θλίψη γιά τον απρόσμενο χαμό των φίλων του, αισθανόμενος παράλληλα απόλυτη ασφάλεια στην φωλίτσα του, χωρίς πλέον τον τρόμο της ποντικοπαγίδας.