Κάποτε, στη ζούγκλα, ζούσαν δυό σκανταλιάρικα πιθηκάκια. Όλη τη μέρα έκαναν τρελλά παιγχνίδια. Πότε κυνηγούσε το ένα το άλλο, πότε πάλευαν, πότε πηδούσαν με χαριτωμένες τούμπες στον αέρα και πότε σκαρφάλωναν στα δένδρα.
Μία μέρα, ανακάλυψαν ένα καινούργιο παιγχνίδι. Ευρήκαν, λοιπόν, μία καμηλοπάρδαλη και άρχισαν να κάνουν τσουλήθρα στο μακρύ της λαιμό. Η καμηλοπάρδαλη, όμως, άρχισε να θυμώνει και να φωνάζει:
«Σταματήστε επί τέλους, με ζαλίσατε.
Μην τολμήσετε ν’ ανεβείτε ξανά στον λαιμό μου…».
Τα πιθηκάκια ζητούσαν να συνεχίσουν το παιγχνίδι τους, αλλά μάταια. Η καμηλοπάρδαλη, ήταν ανένδοτη και συνέχισε τις απειλές:
«Να παίξετε αλλού κι όχι στο λαιμό μου, ανόητα πλάσματα.
Δεν θέλω κουβέντες μαζί σας. Αφήστε με ήσυχη».
Τότε τα πιθηκάκια την άφησαν στην ησυχία της λέγοντάς της:
«Είσαι πολύ αυστηρή και δε σου ταιριάζει... Δεν πρόκειται να σ’ ενοχλήσουμε άλλη φορά, αλλά, μπορεί κάποτε, να χρειασθής κι εσύ την βοήθειά μας…».
Η καμηλοπάρδαλη χαρούμενη που ξεφορτώθηκε τα πιθηκάκια τους είπε, φεύγοντας:
«Έννοια σας και δεν πρόκειται να χρειασθώ ποτέ την βοήθεια σας».
Λίγες μέρες αργότερα, η καμηλοπάρδαλη είχε φάει όλα τα φύλλα των κλαδιών των λιγοστών δένδρων της περιοχής της και άρχισε να πεινάει... Φύλλα πολλά και πλούσια υπήρχαν μόνο στα πολύ-πολύ ψηλά κλαδιά των δένδρων, τα οποία και δεν μπορούσε να φθάση.
Τα δύο πιθηκάκια την είδαν και την λυπήθηκαν.
Σκαρφάλωσαν αμέσως στην κορυφή ενός δένδρου, άρχισαν να κόβουν πράσινα τρυφερά φύλλα και της τα πρόσφεραν με χαρά!
Τότε η καμηλοπάρδαλη έφαγε με λαιμαργία τα φύλλα, θυμήθηκε όμως τις σκληρές κουβέντες που είχε πει στα πιθηκάκια και μετανοημένη τους είπε:
«Τελικά, όλοι έχουμε την ανάγκη του γείτονά μας!
Από εδώ και πέρα δεν θα σας ξαναμαλώσω!»!!