Κάποτε, ένας διακριτικός γέρων ασκητής, ευρέθη σ’ ένα μεγάλο Μοναστήρι. Εκεί έξω από κάποιο Παρεκκλήσι, υπήρχαν πολλοί άνθρωποι που περίμεναν τη σειρά τους, γιά να εξομολογηθούν.
Κάποια στιγμή, ο ασκητής διέκρινε ένα δαίμονα ανάμεσα στον κόσμο, τον οποίο οι άλλοι δεν έβλεπαν. Διερωτήθηκε, ποιός ήταν ο σκοπός της παρουσίας του έξω από τον χώρο της εξομολόγησης. Αμέσως, λοιπόν, τον επλησίασε και τον ερώτησε τί ζητάει ανάμεσα στους ανθρώπους που περίμεναν να εξομολογηθούν. Αυτός όμως δεν αποκρινόταν…
Οι άλλοι, βλέποντας τον ασκητή να μιλάει μόνος του, απόρησαν…
Ο ασκητής όμως, επιμένοντας, τον ξαναρώτησε επικαλούμενος το όνομα του Κυρίου.
Τότε η παρουσία του διαβόλου, έγινε άμεσα αντιληπτή από όλους και μπροστά στα έκπληκτα και φοβισμένα μάτια των ανθρώπων, αποκάλυψε στον ασκητή το εξής:
«Ήλθα εδώ…, γιά να δώσω κάτι σε κάποιον».
«Τί να του δώσεις;», ερώτησε αυστηρά ο ασκητής.
Και ο διάβολος απήντησε:
«Είχα πάρει από έναν άνθρωπο, που είναι ανάμεσα σας, την ντροπή του, γιά να τον ωθήσω να διαπράξει μία συγκεκριμένη αμαρτία… Τώρα, ήλθα εδώ, γιά να του επιστρέψω την ντροπή του και να μην εξομολογηθή εκείνη την αμαρτία που διέπραξε, στον πνευματικό...»!!!