Τρείς γέροντες, επισκέφθηκαν τον αββά Σισώη, επειδή είχαν ακούσει σχετικά με αυτόν.
Και του λέγει ο πρώτος:
«Γέροντα Σισώη, πώς μπορώ να σωθώ από τον πύρινο ποταμό;».
Αυτός όμως, δεν του αποκρίθηκε.
Του λέγει τότε ο δεύτερος:
«Αββά, πώς μπορώ να σωθώ από τον βρυγμό των οδόντων και από τον ακοίμητο σκώληκα;».
Και πάλι ο αββάς Σισώης, δεν αποκρίθηκε.
Και του λέγει και ο τρίτος:
«Άγιε γέροντα, τί να κάνω που με σκοτώνει η μνήμη του πηκτού σκότους;».
Αποκρινόμενος τότε ο σοφός γέρων, τους λέγει:
«Εγώ δεν θυμούμαι τίποτε από αυτά. Διότι, καθώς είναι Φιλεύσπλαχνος ο Θεός, ελπίζω ότι, θα με ελεήσει!»!!!
Όταν άκουσαν αυτόν το λόγο οι γέροντες, απομακρύνθηκαν λυπημένοι…
Επειδή, όμως, ο Αββάς δεν ήθελε να τους αφήσει να φύγουν λυπημένοι, γυρίζοντας προς αυτούς, είπε:
«Είσθε μακάριοι, αδελφοί, διότι σας εζήλευσα!
Ο πρώτος εμίλησε γιά τον πύρινο ποταμό, ο δεύτερος γιά τον Τάρταρο και ο τρίτος γιά το σκότος. Εάν λοιπόν ο νους σας κυριαρχείται από τέτοιες μνήμες, τότε είναι αδύνατο να αμαρτήσετε! Τί να κάνω, όμως, εγώ ο σκληρόκαρδος, που δεν αφήνομαι ούτε να γνωρίσω ότι υπάρχει κόλαση και έτσι αμαρτάνω κάθε ώρα;;»!!!
Τότε συγκλονισμένοι οι γέροντες είπαν στον αββά Σισώη:
«Όπως ακούσαμε, έτσι και είδαμε!!»!!!