Ένας τυφλός, πτωχός γέρων μικροπωλητής, επισκέφθηκε ένα πνευματικό πατέρα, γιά να εξομολογηθή.
Κατά την διάρκεια της εξομολογήσεως , λέει εις τον πνευματικό:
«Γέροντα έχω πρόβλημα… Πουλάω μικροπράγματα έξω στο δρόμο γιά να ζήσω, αλλά μία παρέα παιδιών, έχει ως συνήθεια να μου κλέβη τα πράγματα και μετά να με κτυπά και να γελά μαζί μου! Είμαι πολύ αμαρτωλός γέροντα, γι’ αυτό συμβαίνει αυτό».
Θυμωμένος ο πνευματικός, λέει εις τον τυφλό:
«Τα παληόπαιδα, δεν ντρέπονται...
Πλέον δεν σέβεται κανείς τίποτε σ’ αυτή την εποχή...».
Και του απαντά ο τυφλός:
«Γέροντα, δεν με νοιάζει γιά τα πράγματα που κλέβουν, ούτε γιά το ότι με κοροϊδεύουν και με κτυπούν. Με ενοχλεί, που αυτά τα κακόμοιρα παιδάκια γεμίζουν αμαρτίες και μαυρίλα την ψυχούλα τους εξ αιτίας μου... Εγώ ευθύνομαι γιά τις πράξεις τους, εγώ πταίω και η τυφλότητά μου… Εύχομαι εις τον Κύριο να μην τους τα καταλογίση αυτά ως αμαρτία»!
Δάκρυα μετανοίας αρχίζουν να κυλούν από τα τυφλά μάτια του μικροπωλητή…
Έλεος και μετάνοια, είναι οι λέξεις που προφέρει ο αόμματος πτωχός επαίτης του Κυρίου!
Δάκρυα μετανοίας αρχίζουν να κυλούν από τα τυφλά μάτια του μικροπωλητή…
Έλεος και μετάνοια, είναι οι λέξεις που προφέρει ο αόμματος πτωχός επαίτης του Κυρίου!
Ο πνευματικός έμεινε άφωνος!
Σκέπτεται πως, απέναντί του έχει έναν ταλαιπωρημένο αλλά φωτισμένο άνθρωπο και αμέσως αντιλαμβάνεται πώς οι δικές του σκέψεις και λόγια, γιά τον πτωχό μικροπωλητή, προέρχονται όχι από την καρδιά του αλλά από τον “κόσμο”…
Ο πνευματικός λυγίζει, αγκαλιάζει τον τυφλό και κλαίει μαζί του, κλαίει πιο δυνατά από αυτόν και του λέει:
«Ευλογημένε γέροντα του Θεού, να προσεύχεσαι εσύ γιά εμένα»!!!
Σκέπτεται πως, απέναντί του έχει έναν ταλαιπωρημένο αλλά φωτισμένο άνθρωπο και αμέσως αντιλαμβάνεται πώς οι δικές του σκέψεις και λόγια, γιά τον πτωχό μικροπωλητή, προέρχονται όχι από την καρδιά του αλλά από τον “κόσμο”…
Ο πνευματικός λυγίζει, αγκαλιάζει τον τυφλό και κλαίει μαζί του, κλαίει πιο δυνατά από αυτόν και του λέει:
«Ευλογημένε γέροντα του Θεού, να προσεύχεσαι εσύ γιά εμένα»!!!