Ο Γαλακτίων Έλιε, γεννήθηκε στο χωριό Πιπιρίγκ.
Εγκατέλειψε τον κόσμο από νεαρή ηλικία και έγινε δόκιμος μοναχός στους κόλπους
της κοινότητας της Σιχάστρια. Δεν ήταν κανένας μεγάλος λόγιος, αλλά είχε πολλή
πίστη. Όταν ο Έλιε πήγαινε στην Εκκλησία γιά να προσευχηθή και να διαβάσει τον
Λόγο του Θεού, έπεφτε στα γόνατα και είχε δάκρυα στα μάτια. Κατά τη διάρκεια
των πολλών ετών που πέρασε στο Μοναστήρι, ο μοναχός Γαλακτίων δεν είχε παρά ένα
διακόνημα: Να φυλάει τα πρόβατα, έργο ευλογημένο, μοναχικό και ειρηνικό, που
έκανε την ψυχή του βοσκού, να ξεχειλίζει από ταπείνωση και τον κρατούσε σε
πνευματικό σύνδεσμο με τον Θεό και τη φύση τριγύρω.
Και γι' αυτόν τον λόγο, ο σεβαστός Έλιε ήταν
ήρεμος, γαλήνιος, πλούσιος σε υπομονή και σε αγάπη. Αγαπούσε κυρίως την
Εκκλησία του Σωτήρος Ιησού Χριστού και πρώτα και κύρια την ανάγνωση του
Ψαλτηρίου μέσα στην μοναξιά. Ο μοναχός είχε αγαπήσει τα πρόβατα των βοσκοτόπων,
τα όρη τα υψηλά, τα πουλιά του δάσους και τα λουλούδια των αγρών.
Κατά τη διάρκεια όλης της ημέρας, ωδηγούσε τα
κοπάδιά του πάνω στα υψίπεδα, νηστεύοντας μέχρι το βράδυ και απαγγέλλοντας από
στήθους τους ψαλμούς ή την προσευχή του Ιησού. Μόλις τέλειωνε τη δουλειά του,
στην αρχή της νύχτας, δειπνούσε, και μετά κρυβόταν μέσα στο δάσος, για να
προσευχηθή μέχρις ότου ολοκληρωνόταν η Ακολουθία του Όρθρου κάτω στο Μοναστήρι
της πεδιάδας. Καθώς περνούσαν τα χρόνια και γέρασε, έμεινε ανάπηρος και
μεταφέρθηκε στο Μοναστήρι, όπου και παρέδωσε την ψυχή του στον Κύριο, ήρεμα και
γαλήνια στα 1946 κατά την ημέρα των γενεθλίων του.
--
Ο π. Γαλακτίων δεν έτρωγε ποτέ μόνος του. Ό,τι είχε για τον εαυτό
του το μοιραζόταν αγαπητικά με τους αδελφούς της στάνης, με τους περαστικούς,
με τα πρόβατα, τα πουλιά και τους σκύλους. Του άρεσε να λέει: «Είναι μεγάλη
αμαρτία για τον μοναχό να τρώει στα κρυφά».
--
Μια φορά ο υποτακτικός του τον ρώτησε: «Σεβαστέ π. Έλιε, πώς τα
καταφέρνετε και έχετε πάντα ένα πρόσωπο τόσο χαρούμενο και μια ψυχή τόσο ειρηνική;».
«Ε, αδελφέ Κωνσταντίνε, η αγάπη και η αδελφοσύνη ξεπερνούν κατά
πολύ τα πλούτη».
--
Αυτός ο ταπεινός μοναχός, δεν ήθελε να έχει στην κατοχή του κανένα
γήϊνο αγαθό. Μιά μέρα ο υποτακτικός του τον ρώτησε: «Άγιε Γέροντα, γιατί δεν
έχετε και σεις τίποτε καλά ρούχα και βιβλία όπως όλοι οι άλλοι Πατέρες;»
«Διότι, ο μοναχός πρέπει να 'χει τόσα μόνο πράγματα, όσα μπορεί να
κουβαλήσει στην ράχη του, όταν πηγαίνει από το ένα κελί στο άλλο».
Ο υποτακτικός του τον ρώτησε ξανά:
«Πείτε μου, πάτερ, έναν λόγο σωτηρίας».
«Άκουσε, π. Κωνσταντίνε. Μιά φορά, καθώς πήγαινα με το κοπάδι μου
προς τα ψηλά οροπέδια, συνάντησα έναν σπουδαίο αναχωρητή στον οποίο και
εξομολογήθηκα. Και να τι μου είπε: “Δεν πρέπει ποτέ όσο ζεις να αποκτήσεις επί πλέον
ρούχα, δεν πρέπει ποτέ ν' αφήσεις ανολοκλήρωτο τον καθημερινό σου κανόνα, δεν
πρέπει ποτέ να σταματάς να επαναλαμβάνεις την προσευχή του Ιησού και πρέπει να
συμφιλιώνεσαι με τον αδελφό σου, πριν από τη δύση του ηλίου. Εάν πορεύεσαι μ'
αυτόν τον τρόπο”, είπε τελειώνοντας ο αναχωρητής, “ο Θεός θα σου χαρίσει την
σωτηρία”»!!
--
«Μία άλλη φορά», είπε κάποτε ο π.Έλιε, «συνάντησα έναν ερημίτη που
αγαπούσε τον Θεό μ' όλη του την καρδιά και του απευθύνθηκα μ' αυτά τα λόγια: “Πείτε
μου, πολυσέβαστε πάτερ μου, πότε θα έλθη το τέλος;;”.
“Ξέρετε πότε, π.Γαλακτίων; Όταν
δεν θα υπάρχει μονοπάτι από τον ένα γείτονα στον άλλο”» (δηλαδή, όταν θα
έχει εκλείψει η αγάπη)…
--
Την παραμονή του θανάτου του, ο ταπεινός μοναχός Γαλακτίων Έλιε,
κάλεσε τον Ηγούμενο του Μοναστηριού και του απηύθυνε αυτή την παράκληση:
«Άγιε Ηγούμενε, επειδή ο μοναχός Ναζάριος επέθανε σήμερα, Σας
παρακαλώ, να μην τον θάψετε μόνο του, γιατί αύριο στις 6 η ώρα θα φύγω και εγώ…
Ας ενταφιασθούμε μαζί, έτσι ώστε να μην έχετε και σεις διπλά έξοδα...».
Την άλλη μέρα, την ώρα που είχε προΐδει, ο π. Γαλακτίων παρέδωσε
την ψυχή του στον Κύριο!!
Πηγή: Μικρό Γεροντικό της Μολδαβίας (Εν Πλω)