Σε κάποιο ορεινό και απομακρυσμένο χωριουδάκι, ζούσε ο Πέτρος με την μητέρα του. Ήταν πτωχός και ορφανός από πατέρα και έτσι έπρεπε να βοηθάει, όσο μπορούσε, την μητέρα του.
Το καλοκαίρι, κάθε πρωΐ, ανέβαζε τις κατσίκες του χωριού ψηλά στα όμορφα δροσερά λιβάδια γιά να βοσκήσουν. Εκεί πάνω χαιρόταν, ξέγνοιαστα, τη φύση και όλα τα δημιουργήματα του Θεού. Πόσο όμορφα τα είχε κάνει όλα, με τί σοφία, τις καταπράσινες πλαγιές με τα πολύχρωμα αγριολούλουδα, τις πανύψηλες κορφές με τα αγέρωχα έλατα και τους αετούς που έσχιζαν τους ουρανούς! Τον χειμώνα, όταν το χιόνι σκέπαζε τα σπίτια και τις πλαγιές και τα ζώα έμεναν μέσα, ο Πέτρος τότε έβρισκε τον χρόνο να πάει στο σχολείο. Αγαπούσε τα γράμματα και διάβαζε πολύ, γιά να μορφωθή. Ήταν υπάκουος και ευγενικός σε όλους και οι δάσκαλοι τού φερόντουσαν με καλωσύνη και αγάπη!
Κάποια ημέρα, στο σχολείο του χωριού έφθασε ο σχολικός επιθεωρητής. Μπήκε μάλιστα, στην τάξη του Πέτρου και εξέτασε τα παιδιά στην ανάγνωση, τους ερώτησε ιστορία και αριθμητική, και τέλος έφθασε στα θρησκευτικά.
«Ποιός ξέρει να μου πει, παιδιά, την πέμπτη εντολή;», ερώτησε ο επιθεωρητής.
Τα παιδιά αλληλοκοιτάχθηκαν αλλά εσιώπησαν. Μόνο ο Πέτρος, δειλά-δειλά, εσήκωσε το χέρι του και είπε στον επιθεωρητή:
«Κύριε, εγώ δεν ξέρω να σας πω την πέμπτη εντολή, όπως είναι γραμμένη, αλλά μπορώ να σας την περιγράψω, όπως την καταλαβαίνω».
«Πες την όπως μπορείς», τον ενθάρρυνε ο επιθεωρητής.
«Κάποτε», άρχισε ο Πέτρος, «είχαν έλθη στο χωριό μας δύο ξένοι ορειβάτες. Ήθελαν να ανέβουν σε μία δύσκολη κορυφή, αλλά δεν γνώριζαν την διαδρομή. Ζήτησαν, λοιπόν, κάποιον να τους δείξει τον δρόμο. Τότε προσφέρθηκα εγώ να τους οδηγήσω, μιάς και ήξερα εκείνα τα μονοπάτια. Ξεκινήσαμε και μετά από αρκετή πορεία φθάσαμε στην κορυφή. Εκεί οι ξένοι πρόσεξαν πως τα πόδια μου ήσαν πληγωμένα και μου είπαν:
“Γιατί μικρέ δεν φοράς παπούτσια;”.
Η απάντησή μου ήταν η εξής:
“Δεν έχω παπούτσια…, είμασθε πτωχοί...”!
Οι ξένοι τότε μου έδωσαν αρκετά χρήματα γιά να πάρω παπούτσια. Αλλά εγώ, επειδή ήξερα ότι η μητέρα μου δεν είχε ούτε αυτή παπούτσια, αγόρασα γιά εκείνη και όχι γιά εμένα»!!
Συγκινημένος ο επιθεωρητής από την αφήγηση του Πέτρου, είπε:
«Μπράβο, παιδί μου! Έτσι θέλει ο Θεός να εφαρμόζουμε την πέμπτη εντολή Του!!
“Τίμα τον πατέρα σου και τη μητέρα σου”»!!