Κάποτε, ο Όσιος Μάρκος ο Σπηλαιώτης της Λαύρας των Σπηλαίων του Κιέβου, έσκαψε ένα τάφο γιά κάποιο κεκοιμημένο αδελφό. Εξαντλημένος όμως καθώς ήταν από την νυκτερινή αγρυπνία και ορθοστασία, δεν μπόρεσε να τον κάνη αρκετά ευρύχωρο.
Όταν έφεραν το σώμα του νεκρού και εδοκίμασαν να το τοποθετήσουν εις τον τάφο, διεπίστωσαν ότι, μόλις και μετά βίας εχωρούσε μέσα. Άρχισαν τότε οι αδελφοί να παραπονούνται και να βαρυγγωμούν κατά το Οσίου Μάρκου.
Ούτε νεκρό μπορούμε να θάψουμε καλά ούτε να τον περιχύσουμε με λάδι, όπως συνηθίζεται.
Γιατί το έκανες τόσο στενό;».
Ο Όσιος έβαλε ταπεινά μετάνοια και είπε:
«Συγχωρέστέ με, πατέρες, από σωματική αδυναμία δεν έκανα σωστά την εργασία».
Εκείνοι όμως δεν ησύχασαν, αλλά πολλαπλασίασαν τα παράπονα και τις διαμαρτυρίες.
Τότε ο Όσιος στράφηκε στο νεκρό και του είπε με απλότητα:
«Επειδή είναι στενός ο χώρος του τάφου σου, αδελφέ, βολέψου μόνος σου μέσα.
Να, πάρε και το λάδι και χύσε και στο σώμα σου όσο πρέπει»!
Χωρίς δεύτερη προτροπή, ο νεκρός κινήθηκε και τακτοποίησε το σώμα του στο λάκκο. Έπειτα άπλωσε το χέρι του και επήρε το λάδι κι έχυσε στο πρόσωπο και στο στήθος του σταυροειδώς. Έβαλε, τέλος, πάλι το δοχείο στα χέρια του Οσίου, εξάπλωσε ήσυχα κι έμεινε ακίνητος.
Φόβος και τρόμος εκυρίευσε όλους τους αδελφούς με αυτό το εξαίσιο θαύμα!!!
Πηγή: «ΠΑΤΕΡΙΚΟΝ ΤΩΝ ΣΠΗΛΑΙΩΝ ΤΟΥ ΚΙΕΒΟΥ» - Ιεράς Μονής Παρακλήτου.