<<Έτυχε κάποιος εις τας ημέρας μας εδώ εις τα Κατουνάκια, όπου εγώ δεν τον πρόφθασα, διότι προ ολίγου καιρού είχεν αποθάνει. Αυτός ήταν υποτακτικός εις ένα γέροντα τυφλόν. Λοιπόν, μίαν ημέραν, ήλθεν ένας πτωχός κοσμικός, περαστικός από το Κελλίον του.
Και τον ερωτά ο νέος μοναχός:
«Από πού είσαι;».
Και ήτο χωριανός του.
Λοιπόν δεν του έδωκε γνωριμίαν, μόνον του είπε: "τί κάμνει ο δείνα:", διά τον πατέρα του. Του λέγει ο ξένος ότι, αυτός απέθανε και άφησε την γυναίκα του και τρία κορίτσια εις τους δρόμους, ορφανά και πτωχά... Είχαν και ένα υιόν, λέγει, όπου έφυγεν από χρόνια και δεν γνωρίζουν τί έγινε...
Λοιπόν, ευθύς ως από κεραυνού επλήγη ο μοναχός. Και αμέσως τον προσέβαλεν η πάλη των λογισμών.
«Θα φύγω», λέγει εις τον Γέροντά του. «Θα φύγω να πάω να προστατεύσω την οικογένειά μου».
Ζητεί ευλογίαν.
Δεν του δίδει Γέροντας.
Αυτός συνεχώς επιμένει.
Και συμβουλεύων ο γέρων· κλαίει δι’ εαυτόν, κλαίει και δι’ εκείνον. Αλλ’ εστάθη αδύνατον, να τον μεταπείση. Τέλος τον άφησεν εις το θέλημά του, και τελικά, έφυγεν ο υποτακτικός.
Αφού εξήλθε του Αγίου Όρους, εκάθησε να συνέλθη υπό μίαν δενδροσκιάν.
Και έφθασεν εκεί, κατά συγκυρίαν, ιδρωμένος και έτερος μοναχός. Εκάθησε και αυτός υπό την ιδίαν σκιάν. Και ήρχισεν ο φανείς μοναχός να του λέγη:
«Σε βλέπω, αδελφέ, ταραγμένον. Δεν μου λέγεις τί έχεις;».
«Άφησε, πάτερ», του λέγει. «Έπαθα μεγάλο δυστύχημα».
Και του διηγείται καταλεπτώς όλην την ιστορίαν του.
Ο δε αγαθός οδοιπόρος του λέγει:
«Αν θέλης, αγαπητέ αδελφέ, να ακούσης· στρέψε οπίσω εις τον γέροντά σου και ο Θεός θα προστατεύση το σπίτι σου. Σύ, υπηρέτει τον γέροντά σου, αφού μάλιστα είναι και τυφλός!»!
Αλλά αυτός δεν τον ήκουεν. Κυριευμένος από τους λογισμούς, τού εφαίνοντο ώσει ληρός οι λόγοι του άλλου. Και, αφού τον έφερεν πολλά παραδείγματα, εσηκώθη ο ανυπάκουος μοναχός να συνεχίση τον δρόμον του προς τον κόσμον.
Ο δε φανείς μοναχός, εν τέλει, του λέγει:
«Λοιπόν δεν με ακούς να γυρίσης οπίσω;».
«Όχι!», αντιλέγει εκείνος.
«Έ, τότε», λέγει ο φανείς: «Εγώ είμαι Άγγελος Κυρίου και εμένα με επρόσταξεν ο Θεός, ευθύς όπου απέθανεν ο πατήρ σου να πάω κοντά τους, να τους φυλάγω και να γίνω προστάτης των! Αφού λοιπόν τώρα εσύ πηγαίνεις αντί εμού, και εγώ τους αφήνω και φεύγω, εφ’ όσον δεν με ακούς».
Και ο Άγγελος έγινεν άφαντος απ’ εμπρός του.
Τότε λοιπόν συνήλθεν ο μοναχός και εγύρισεν ευθύς εις τον γέροντα του και τον ηύρε γονατιστόν, να εύχεται δι’ αυτόν>>!!!
Εννόησες, τέκνον μου;
Έτσι γίνεται, όταν ημείς τα αφήνομεν όλα εις τον Θεόν!! Αφού λίαν καλώς τα οικονομεί Εκείνος ως Αγαθός Κυβερνήτης, και ουδέν εσφαλμένον κατ’ ευδοκίαν Αυτού!
Αλλά θέλει υπομονήν, να έχη εκείνος, όπου ζητεί να σωθή!
Όσιος Ιωσήφ ο Ησυχαστής (1897-1959).
Πηγή: «Γέροντος Ιωσήφ, Έκφρασις Μοναχικής Εμπειρίας». Επιστολή 15.