Δύο
φίλοι ξεκίνησαν από το χωριό τους, για τον Κουδουμά να κοινωνήσουν. Άξεστοι
στον χαρακτήρα και χωρίς πνευματικές
προϋποθέσεις, μαθημένοι στην ζωοκλοπή και στην καλή ζωή νυχτώθηκαν κάπου
και αφού έκλεψαν ένα αρνί περιπλανώμενο, το έσφαξαν και το έφαγαν.
Την άλλη
μέρα συνέχισαν τον δρόμο τους και έφτασαν στο μοναστήρι. Άναψαν το κερί τους,
προσκύνησαν και εξομολογήθηκαν, χωρίς βέβαια να αποκαλύψουν την αμαρτία που
διέπραξαν από βραδύς, και στήθηκαν στην σειρά να κοινωνήσουν. Ο Άγιος Παρθένιος, γνώριζε τι είχε
συμβεί, αλλά δεν τους είχε πει τίποτα. Περίμενε το πρωί να τους δει στην σειρά.
Τους πλησίασε και με ευγένεια τους είπε να πάνε τελευταίοι να περιμένουν που
ήθελε κάτι να τους πει και μετά να κοινωνήσουν.
Έτσι και έκαναν, ο διακριτικός
γέροντας δεν ήθελε να τους εξευτελίσει μπροστά στον κόσμο, για να μην αντιδράσουν
από εγωισμό και τους χάσει, αλλά είχε το σχέδιο του. Αφού κοινώνησαν όλοι οι
προσκυνητές και απομακρύνθηκαν από τον Ναό τους είπε: «Εσείς θα κοινωνήσετε
χωριστά από τους άλλους, θα δώσω εντολή, να σας δώσει ο παπάς πολύ θεία
ευλογία.» Εκείνοι το χάρηκαν πολύ… ίσως να πίστεψαν πως ήτο πιο καλοί άνθρωποι
από τους άλλους προσκυνητές, και ήθελε ο
γέροντας να τους αμείψει.
Ο Όσιος Παρθένιος όμως μπήκε στον Ιερό Βήμα και
έδωσε στον λειτουργό παπά δύο κούπες με ισχυρότατο ξύδι. Βγήκε ο λειτουργός από
την ωραία πύλη με την στολή του, τους είπε να πλησιάσουν. Τους ρώτησε τα
ονόματα τους … «Μεταλαβαίνουν οι δούλοι του Θεού …» και πρόσθεσε: «Είπε ο
γέροντας να πιείτε την Θεία Κοινωνία χωρίς ανάσα» Εκείνοι ευλαβώς πήραν ο καθένας την κούπα του και κατέβασαν το
ξύδι και είδαν και έπαθαν να πάρουν ανάσα. Και ο γέροντας που στεκόταν πιο πίσω τους είπε: «Κλέψατε και φάγατε του ανθρώπου το ζώο και είχατε τα
μούτρα να έρθετε και να κοινωνήσετε; Ξύδι
σας άξιζε και όχι Θεία Κοινωνία. Γιατί αν κοινωνούσατε θα σας έκαιγε ο
Χριστός λόγω της αμαρτίας σας, αλλά τώρα με το ξύδι υποφέρατε για λίγο
σωματικά, αλλά να θυμάστε να μην το ξανακάνετε.»