Δευτέρα 13 Μαΐου 2019

Ο ΛΥΚΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΓΑΙΔΟΥΡΑΚΙΑ.


     Στην περιοχή του Μγβίμε, όπου ασκήτευε ο Όσιος Σίω ο Σπηλαιώτης, τα θηρία, και κυρίως οι λύκοι, κατασπάραζαν συχνά τα ζώα των ανθρώπων, που έφθαναν ως εκεί ζητώντας θεραπεία, αλλά και τα γαϊδουράκια, που είχαν οι ασκητές, για να μεταφέρουν διάφορα φορτία.

     Ο Όσιος Σίω, βλέποντας τόσο τους προσκυνητές όσο και τους μοναχούς να θλίβονται για την απώλεια των υποζυγίων τους, προσευχήθηκε στον Κύριο, να οδηγήσει μπροστά του όλα τα άγρια ζώα που ζούσαν στο Μγβίμε.
     Μόλις τελείωσε την παράκληση του και βγήκε από την σπηλιά του, αντίκρισε αναρίθμητα θηρία, μικρά και μεγάλα, να στέκονται εκεί, με σκυμμένα τα κεφάλια, σαν να περίμεναν κάποια εντολή του.
      « Ακούστε τι θα σας πω, (άρχισε να τα νουθετεί ο Όσιος). Ο Χριστός γνωρίζει πως η καρδιά μου πονά για σας. Αυτή η έρημος όμως θα γεμίσει ανθρώπους, που θα δοξολογούν τον Θεό, γι' αυτό πρέπει να πάτε σε άλλον τόπο. Μόνο ένα από σας θα μείνει εδώ, για να βόσκει τα γαϊδουράκια των αδελφών. Έτσι θα εξιλεωθείτε για τις ζημιές που κάνατε».
     Την ίδια στιγμή τα θηρία άρχισαν να τρέχουν. Σε λίγα λεπτά είχαν όλα εξαφανιστεί, εκτός από ένα λύκο, που έμεινε ακίνητος μπροστά στον Όσιο, κοιτάζοντάς τον στα μάτια.
     «Στο όνομα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, (είπε εκείνος), σε προστάζω από σήμερα να φυλάς τα υποζύγια των αδελφών. Κάθε πρωΐ θα τα οδηγείς στην βοσκή και κάθε βράδυ θα τα φέρνεις πίσω. Θα τρως ό,τι τρώμε κι εμείς. Ζώο ή άνθρωπο δεν θα πειράξεις. Εμπρός, δουλειά τώρα.»
     Από τότε ο λύκος, ημερωμένος και υποταγμένος στον Όσιο, έβοσκε τα γαϊδουράκια. Τα χαράματα ανέβαινε σε κάποιο ύψωμα και μ' ένα ουρλιαχτό τα καλούσε. Όταν εκείνα μαζεύονταν γύρω του, τα οδηγούσε στα γύρω βουνά να βοσκήσουν και το απομεσήμερο τα γύριζε πάλι πίσω.
     Σάρκα δεν γεύθηκε ποτέ. Κάθε πρωΐ έτρωγε ψωμί μουσκεμένο σε νερό, το ίδιο και το βράδυ. Ύστερα πήγαινε στην φωλιά του (μια τρύπα σκαμμένη από τον Όσιο Σίω δίπλα στην σπηλιά του) όπου περνούσε την νύχτα.
     Πέρασαν έτσι έξι χρόνια.
     Μια ημέρα ο λύκος έφερε πίσω τα ζώα νωρίτερα από την συνηθισμένη ώρα και άρχισε να ουρλιάζει παράξενα. Οι Πατέρες δεν άργησαν να διαπιστώσουν πως έλειπε ένα γαϊδουράκι, που άνηκε στον μοναχό Κόνωνα. Πιστεύοντας ακράδαντα πως ο λύκος είχε φάει το ζώο του, ο Κόνων έτρεξε στην σπηλιά του Οσίου.
     «Γέροντα, ξέσπασε θυμωμένος, που ακούστηκε ποτέ λύκος να βόσκει ζώα; Εξ αιτίας σου έχασα τον γάϊδαρό μου».
     Ο πραότατος Σίω δεν ταράχθηκε από την άπρεπη συμπεριφορά του υποτακτικού του. Στο μεταξύ ο λύκος είχε πλησιάσει κοντά τους. Τους κοιτούσε ανήσυχα και κουνούσε την ουρά του, σαν να πάσχιζε κάτι να τους πει. Βλέποντας όμως πως δεν τον καταλάβαιναν, άρπαξε το ραβδί του Κόνωνα με τα δόντια του και άρχισε να τον τραβάει επίμονα.
     «Ο λύκος, παιδί μου, σου ζητάει να τον ακολουθήσεις», είπε ο Όσιος.
     Πράγματι τον ακολούθησαν και σε λίγο βρέθηκαν επάνω από ένα βάραθρο. Έσκυψαν με προσοχή και είδαν στο βάθος του το γαϊδουράκι να κείτεται νεκρό μέσα σε μια λίμνη αίματος. Ήταν φανερό, ότι είχε τσακιστεί στον γκρεμό.
     Ο Κόνων, μετανοημένος, έπεσε στα πόδια του Γέροντα, ζητώντας με δάκρυα συγγνώμη.     
      Ύστερα όμως απ' αυτό το γεγονός, ο Όσιος είπε στον λύκο:
     «Αρκετά μας υπηρέτησες. Σ' ευχαριστούμε για τους κόπους σου. Πήγαινε πια να βρεις τους συντρόφους σου. Τα γαϊδουράκια θα τα βόσκουν από δω και πέρα μόνοι τούς οι αδελφοί».
     Ο λύκος αλύχτησε χαρούμενα και κούνησε ζωηρά την ουρά του, δείχνοντας έτσι την ευγνωμοσύνη του στον  Όσιο, που τον άφηνε ελεύθερο. Έπειτα χάθηκε στα γύρω βουνά.

Πηγή: ΑΓΙΟΙ ΤΗΣ ΓΕΩΡΓΙΑΣ 
Από το βιβλίο: Η Ζωοφιλία των Αγίων και η Αγιοφιλία των ζώων.
Εκδόσεις "Ο Αγιος Στέφανος"